Στοιχειωμένα Σπίτια: Η Αόρατη Φίλη Της Χάνα.
Στοιχειωμένα Σπίτια: Η Αόρατη Φίλη Της Χάνα.
Στα μέσα του 2011 ζούσε μια οικογένεια στο Ρίο Ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία.
Ήταν μια 3μελης οικογένεια, η μικρή 5 χρονών Χάνα και οι γονείς της. Στο κέντρο του Ρίο είχε πολύ φασαρία και η οικογένεια δεν μπορούσε να βρει ησυχία ούτε μια μέρα.
Τότε μια μέρα αποφάσισαν να μετακομίσουν κάπου ήρεμα, σε ένα μικρό χωριό που λεγόταν Χουάν Κάρλος με ελάχιστους κατοίκους, όπου εκεί θα έβρισκαν λίγη ηρεμία.
Την άλλη μέρα το πρωί μάζεψαν τα πράγματά τους, πήραν το αυτοκίνητο και ξεκίνησαν το μικρό ταξίδι με προορισμό το μικρό χωριό.

Σε 2 ώρες είχαν φτάσει λίγο πιο έξω από αυτό το χωριό. Πάρκαραν το αμάξι, βγήκαν έξω και άρχισαν να ψάχνουν ένα σπίτι για να μείνουν. Καθώς έψαχναν παρατήρησαν ότι σε αυτό το μικρό χωριό υπήρχαν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας με παράξενη εμφάνιση. Η μικρή Χάνα είχε αρχίσει και φοβόταν και έλεγε συνεχώς στους γονείς της ότι θέλει να φύγει. Η μαμά της η Ρεμπέκα την καθησύχαζε λέγοντας της ότι όλα θα πάνε καλά.
Η οικογένεια δεν έβρισκε σπίτι και αποφάσισαν να ρωτήσουν κάποιον της περιοχής για το αν υπάρχει κάποιο σπίτι για να μείνουν. Οι περισσότεροι δεν μιλούσαν μέχρι που βρέθηκε μια μυστήρια γυναίκα και τους είπε ότι υπάρχει ένα σπίτι στην άκρη του χωριού. Τους έδειξε τον δρόμο και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί.
Όταν έφτασαν σε εκείνο το σπίτι είδαν ότι το σπίτι ήταν του 17ου αιώνα.
Η Χάνα μόλις είδε αυτό το σπίτι τρομοκρατήθηκε και έλεγε στους γονείς της ότι θέλει να γυρίσει πίσω στο Ρίο. Εκείνοι της είπαν ότι θα περάσουν καλά και ήσυχα και ότι θα της αρέσει πολύ έστω και αν είναι το σπίτι λίγο παράξενο.
Αυτό το σπίτι είχε να κατοικηθεί 200 χρόνια και οι τελευταίοι άνθρωποι που έζησαν σε αυτό ήταν η οικογένεια Γκίλμπερντ. Και μάλιστα υπάρχει ένας θρύλος για αυτή την οικογένεια. Ο θρύλος λέει ότι ο πατέρας της 3μελους οικογένειας Γκίλμπερντ βίαζε την μικρή του κόρη επί 3 χρόνια. Μια μέρα παρανόησε και σκότωσε την γυναίκα του και την κόρη του και έπειτα αυτοκτόνησε με ένα δίκαννο. Ένας γείτονας άκουσε τους πυροβολισμούς και κάλεσε την αστυνομία. Μόλις έφτασαν, πήγαν οι αστυνόμοι στο σπίτι που ακούστηκε ο πυροβολισμός, σπάσανε την πόρτα και είδαν τα δυο πτώματα μέσα στα αίματα. Η κόρη τους δεν βρέθηκε ποτέ, και από τότε λένε ότι το πνεύμα της Σαμάνθας ζει σε αυτό το στοιχειωμένο πλέον σπίτι. Η οικογένεια από το Ρίο δεν ήξερε τίποτα για αυτόν το θρύλο, και η γυναίκα που τους οδήγησε σε αυτό το σπίτι ήξερε αλλά δεν τους είπε τίποτα.
Τελικά αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε αυτό το σπίτι, και την επόμενη μέρα άρχιζαν να μετακομίζουν από την παλιά τους κατοικία. Η μικρή Χάνα δεν συμφωνούσε καθόλου με την απόφαση των γονιών της και επέμενε να γυρίσουν στο παλιό σπίτι τους αλλά μάταια, οι γονείς της είχαν πάρει την απόφαση τους. Σε δυο μέρες είχαν φύγει οριστικά από το παλιό τους σπίτι και έμεναν κανονικά στο χωριό Χουάν Κάρλος. Οι γονείς της Χάνα βρήκαν μια νέα δουλειά λίγο έξω από το χωριό και ήδη είχαν αρχίσει μια καινούργια ζωή. Τις πρώτες μέρες τα πράγματα ήταν ήρεμα και ήσυχα, η Χάνα είχε αρχίσει να μη φοβάται άλλο και αυτό έδινε χαρά στους γονείς της. Μια μέρα που έλειπαν για δουλειά, στο σπίτι ήταν μόνο η Χάνα και η μπεϊμπισίτερ που είχαν στείλει οι γονείς της Χάνα για να είναι ασφαλής και να μην είναι μόνη της. Καθώς η Χάνα έπαιζε με τις κούκλες της και η μπεϊμπισίτερ χαλάρωνε, ξαφνικά η Χάνα ακούει μια κοριτσίστική φωνή να λέει: «Θέλεις να παίξουμε;»
Η Χάνα γυρνάει φοβισμένη και βλέπει ένα ταλαιπωρημένο κοριτσάκι με σκισμένα και ματωμένα ρούχα με πολλές πληγές στο πρόσωπο και κρατούσε στο ένα χέρι της μια κούκλα.
Η Χάνα είχε τρομοκρατηθεί και έτρεμε από τον φόβο της. Το μυστήριο κοριτσάκι δεν έδειχνε ότι ήθελε να της κάνει κακό. Σε μια στιγμή πάει κοντά στην Χάνα και της λέει: «Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω. Είμαι η Σαμάνθα. Εσένα πως σε λένε;» Η Χάνα ηρέμησε και έπαψε να φοβάται.
– Με λένε Χάνα
– Έχεις πολύ ωραίο όνομα, θες να γίνουμε φίλες;
Η Χάνα δέχτηκε και άρχισαν να παίζουν με τις κούκλες τους.
Η μπεϊμπισίτερ άκουσε φωνές και πήγε στο δωμάτιο της Χάνα να δει τι γίνετε. Μπαίνει μέσα και βλέπει την Χάνα να παίζει με την κούκλα της και να μιλά στον αέρα. Η μπεϊμπισίτερ απορημένη ρωτά την Χάνα σε ποιον μιλά. Η Χάνα γυρνά και της λέει: «Είναι η φίλη μου η Σαμάνθα, μόλις γίναμε φίλες και τώρα παίζουμε με τις κούκλες μας. Θες να παίξεις μαζί μας;».
H μπεϊμπισίτερ ανησύχησε για λίγο και παίρνει την Χάνα στο σαλόνι για να δώσει εξηγήσεις.
Στην Σαμάνθα δεν άρεσε καθόλου αυτή η κίνηση της μπεϊμπισίτερ και την έβλεπε με κακό μάτι. H μπεϊμπισίτερ έλεγε θυμωμένα πως δεν υπήρχε κανένα κοριτσάκι και ότι μιλούσε παρά μόνο στον αέρα! H Χάνα δεν συμφωνούσε, και επέμενε ότι μιλούσε στην φίλη της την Σαμάνθα.
H μπεϊμπισίτερ ήταν μια αυστηρή και νευρική γυναίκα, και ξαφνικά ενώ η Χάνα εξηγούσε, η Babysitter της κλείνει το στόμα και της βαράει ένα χαστούκι.
Η Σαμάνθα που ήταν πάντα δίπλα στην Χάνα, εξοργίστηκε με αυτό που είδε και αποφάσισε να αντιδράσει.
Η Χάνα έκλαιγε από το χαστούκι, ενώ παράλληλα η μπεϊμπισίτερ της φώναζε ακόμα.
Ξαφνικά τα φώτα άρχιζαν να τρεμοπαίζουν και η μπεϊμπισίτερ κοιτούσε γύρω της και απορούσε.
Σε μια στιγμή, ένα αρκετά βαρύ βάζο αρχίζει και αιωρείται. Το βλέπει η μπεϊμπισίτερ και ξαφνικά με μεγάλη ταχύτητα το βάζο σπάει στο κεφάλι της.
Η μπεϊμπισίτερ πέφτει ζαλισμένη στο πάτωμα με αιμορραγία στο κεφάλι. Η Σαμάνθα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Εκεί που ήταν ζαλισμένη η μπεϊμπισίτερ, ακριβώς από πάνω της κρεμόταν ένας τεράστιος πολυέλαιος που κρεμόταν επί 500 χρόνια σε αυτό το σπίτι. Ξαφνικά άρχισε και έτρεμε, η μπεϊμπισίτερ ζαλισμένη, κοιτάζει ψηλά και τότε ο πολυέλαιος ξεριζώνεται από το ταβάνι και πέφτει πάνω της και την σκοτώνει ακαριαία λιώνοντας όλο της το σώμα και γεμίζοντας παντού αίματα.
Η Χάνα βλέποντας όλο αυτό δεν πανικοβλήθηκε, κάθε άλλο, ένιωσε ότι πήρε μια μικρή εκδίκηση και ήξερε ότι όλο αυτό το προκάλεσε η «πνευματική» της φίλη, Σαμάνθα.  Σε μια στιγμή η Χάνα πάει και στέκεται πάνω από το πτώμα και λέει: «Στο είπα ότι υπάρχει», εννοώντας ότι η Σαμάνθα υπάρχει και δεν μιλούσε στον αέρα.
Εκείνη την στιγμή φτάνουν οι γονείς της Χάνα στο σπίτι, ανοίγουν την πόρτα, μπαίνουν μέσα (εντωμεταξύ υπήρχε απόλυτη ησυχία) και κατευθύνθηκαν προς το σαλόνι. Καθώς πήγαιναν να δουν αν όλα είναι καλά, η μανά της Χάνα, η Ρεμπέκα, είδε ότι υπήρχαν αίματα προς το σαλόνι. Έτρεξε προς τα εκεί μαζί με τον πατέρα της Χάνα, τον Τζακ, και είδαν την μπεϊμπισίτερ να την έχει καταπλακώσει ένας τεράστιος πολυέλαιος, και την Χάνα να στέκεται από πάνω της σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Η Ρεμπέκα ξαφνικά λιποθύμησε και σωριάστηκε στο πάτωμα, ο Τζακ πήρε γρήγορα την Χάνα από το πτώμα και την κλείδωσε στο δωμάτιό της. Αμέσως μετά κάλυψε το πτώμα με ένα σεντόνι και έφερε νερό στην Ρεμπέκα για να την συνεφέρει αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε, και έτσι την πήγε στο κρεβάτι της για να ηρεμήσει.
Ο Τζακ μετά από όλα αυτά είχε μπερδευτεί εντελώς και δεν ήξερε τι να κάνει.
Μετά από λίγη ώρα ο Τζακ πήγε στο δωμάτιο της Χάνα για να του πει τι ακριβώς συνέβη. Ξεκλειδώνει την πόρτα του δωματίου της και την βλέπει να έχει γονατίσει στο πάτωμα και να κοιτάζει τον τοίχο. ο Τζακ πάει κοντά της και μόλις της αγγίζει τον ώμο η Χάνα γυρνά ξαφνικά με παραλλαγμένο πρόσωπο και βγάζει μια κραυγή τρομάζοντας τον Τζακ. Η Χάνα συνέχισε να ουρλιάζει και σε ένα σημείο σταματά και αρχίζει να κοιτάζει υπομονετικά τον Τζακ που είχε κολλήσει στον τοίχο τρομαγμένος από όλο αυτό το θέαμα. Η Χάνα ενώ είχε μια παράξενη συμπεριφορά πλησίαζε γονατιστή αργά αργά τον Τζακ και άρχισε να του λέει χαρακτηριστικά: «η κόρη σου είναι δική μου, η κόρη σου είναι δική μου». Ο Τζακ κατάλαβε ότι κάποιο πνεύμα ελέγχει το σώμα της Χάνα και ξαφνικά με μια απότομη κίνηση πάει να την πιάσει στα χέρια του, αλλά λίγο πριν την πλησιάσει μια αόρατη δύναμη τον απωθεί και τον πετά με δύναμη στον τοίχο. Το σπίτι άρχισε να τρέμει και τα φώτα να τρεμοπαίζουν. Ο Τζακ ζαλισμένος ξανασηκώνεται και παρακαλάει το πνεύμα να αφήσει ήσυχο το σώμα της Χάνα και την οικογένεια του.
Η Σαμάνθα μόλις το ακούει αυτό εξοργίζεται περισσότερο λέγοντας πως εκείνη δεν είχε ποτέ πραγματική οικογένεια, και ξαφνικά εκεί που στεκόταν ο Τζακ από πίσω του βρισκόταν μια τεράστια ντουλάπα, και πριν προλάβει να δει από πίσω του, τον καταπλακώνει και τον λιώνει με αποτέλεσμα να χάσει και αυτός την ζωή του.
Στο άλλο δωμάτιο η Ρεμπέκα που είχε λιποθυμήσει συνέρχεται και σηκώνεται από το κρεβάτι. Μη έχοντας συνειδητοποιήσει το τι έχει γίνει βγαίνει στο σαλόνι και βλέπει το σεντόνι που είχε σκεπάσει ο Τζακ την μπεϊμπισίτερ και τότε η Ρεμπέκα άρχισε πάλι να χάνει τα λογικά της. Μόνη και τρομαγμένη πια φώναζε Τζακ, Χάνα, αλλά τίποτα. Και ενώ φώναζε και έψαχνε τον άντρα της και την κόρη της, πάει στο δωμάτιο της Χάνα και βλέπει τον Τζακ να τον έχει καταπλακώσει μια τεράστια ντουλάπα και να έχει βρει ακαριαίο θάνατο. Η Ρεμπέκα πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας και φωνάζοντας γιατί και γιατί, και ενώ έκλεγε έβλεπε ότι από πάνω της έσταζαν σταγόνες αίματος, η Ρεμπέκα σηκώνει το κεφάλι της και βλέπει πάνω στο ταβάνι την Χάνα να την έχει διαπεράσει στην κοιλιά ένα τεράστιο δόρυ και δίπλα της μια αναγραφή όπου έλεγε: «είναι δική μου πια» . Η Ρεμπέκα χάνει τις αισθήσεις της και σωριάζεται στο πάτωμα.
Μετά από ώρες ξυπνάει στο νοσοκομείο και αρχίζει να ουρλιάζει λέγοντας: «θέλω την κόρη μου και θέλω την κόρη μου», και να χτυπιέται. Οι γιατροί την ακούνε και της δίνουν μια ηρεμιστική ένεση.
Την Ρεμπέκα την έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική και παρατήρησαν να μιλά μόνη της στον τοίχο και ανά διαστήματα να φωνάζει το όνομα της κόρης της. Ο θάνατος του Τζακ παραμένει ανεξήγητος και η Χάνα δεν βρέθηκε ποτέ.
Κοινοποιήστε το!
FacebookTwitter

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: