Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι μια ιστορία βγαλμένη από την φαντασία και δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει. Είναι η ιστορία μίας Πορσελάνινης κούκλας μίας κούκλας που μέσα της κρύβει μια εγκλωβισμένη ψυχή.
Όταν άρχισα να έχω τις πρώτες μου αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου πάντα θυμάμαι να με διακατέχει μια παγωμάρα, θα μπορούσε να ήταν ο φόβος ενός παιδιού όμως πολλές φορές οι αλήθειες εμφανίζονται μόνο σε αυτούς που τις πιστεύουν.
Ένα βράδυ κοιμώμενος μαζί με τους γονείς μου σηκώθηκα γιατί δεν ήμουν πολύ καλά, θυμάμαι άνοιξα την πόρτα αυτού του δωματίου, ήταν σχεδόν σκοτεινά και είδα την κούκλα να γύρνα και να με κοιτά. Με κοίταξε το θυμάμαι… ορκίζομαι πως δεν έκανα λάθος… πιστεύω πως ήθελε να μάθω ότι ζει. Αμέσως έσπευσα στο κρεβάτι και πήρα αγκαλιά την μητέρα μου. Το πρωί είπα την ιστορία στον πατέρα μου. Όλοι γέλασαν. Μου είπαν πως μου φάνηκε και πως είναι από πλαστικό και δεν έχει ψυχή. Θυμάμαι που μου την σήκωσε η γιαγιά ψηλά λέγοντας πως είναι απλά μία κούκλα και τίποτα παραπάνω.
Μετά από εκείνη την βραδιά αλλάξαμε δωμάτιο, δεν ξέρω αν ο φόβος με είχε κυριεύσει αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Άκουγα βήματα. Οι γονείς μου, μου είπαν πως είναι παλιό το σπίτι και πως ο αέρας έκανε θόρυβο, όμως εγώ ήμουν σίγουρος πως κάτι παράξενο συνέβαινε στο σπίτι. Το πάτωμα έτριζε κάθε βράδυ σαν κάτι να περπατά. Ένοιωθα το στρώμα μου βαρύ και ο φόβος με διακατείχε.
Με τα χρόνια εξαιτίας του θανάτου του παππού μου και της μεγάλης ηλικίας της γιαγιάς μου το σπίτι πουλήθηκε. Για πολλά χρόνια είχα ξεχάσει το τι είδα, το τι ένοιωσα. Ίσως αμφισβήτησα τον εαυτό μου, ώσπου μία μέρα σε μία αναπόληση της ζωής μας όταν ήμασταν μικροί οι μεσαία μου ξαδέλφη (μεγαλύτερη από εμένα) μου είπε για αυτήν την κούκλα. Τα λόγια της ήταν ακριβώς αυτά που φοβόμουν να ακούσω: «Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή η κούκλα πάντα με τρόμαζε, όχι μόνο η κούκλα αλλά και το δωμάτιο, ήταν κρύο, ήταν ξένο, αισθανόμουν πως η κούκλα κάποιες φορές με κοιτούσε, μία μέρα όταν οι γονείς μου με άφησαν με την γιαγιά, την είδα να μου χαμογελά».
Την επόμενη μέρα άρχιζα να κατακλύζω τον πατέρα μου με ρωτήσεις για την κούκλα. Ο ίδιος την θυμόταν από μικρός εκεί. Πότε δεν ρώτησα ποιος την έφερε και γιατί μου είπε. Ποτέ δεν έγινε κάποια αναφορά σε αυτήν. Βουτηγμένος στην περιέργεια έψαξα όλες τις οικογενειακές μας φωτογραφίες, όμως εις μάτην καμία δεν περιείχε αυτήν κούκλα. Πως καμία φωτογραφία δε υπήρχε με αυτήν; Πως και γιατί αναπάντητα. Αυτή η κούκλα έκρυβε πολλά μυστικά, ήμουν πια σίγουρος.
Μετά από πίεση ζήτησα από τον πατέρα μου να επισκεφτούμε τον άνθρωπο που είχε νοικιάσει το σπίτι. Το σπίτι είχε αλλάξει ριζικά και τίποτα δεν θύμιζε το παλιό μας σπίτι. Το δωμάτιο με την κούκλα ήταν άδειο, ο ίδιος είπε πως δεν του άρεσε πολύ ο χώρος για υπνοδωμάτιο. Εγώ τον ρώτησα αν είχε δει την κούκλα. Ο ίδιος δεν θυμόταν. Μου είπε με βλέμμα αβέβαιο πως μάλλον την είχε κατεβάσει στην αποθήκη και πως δεν ταίριαζε στην αισθητική του χώρου. Χαμογελάσαμε και φύγαμε ασφαλώς αμήχανοι. Το βλέμμα του πατέρα μου ήταν επικριτικό με έντονη αμφισβήτηση όμως εγώ ήμουν σίγουρος κάτι υπήρχε.
Δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω κάτι στα σίγουρα, αλλά έχω μία θεωρία πάνω σε αυτή την υπόθεση. Πιθανών η κούκλα να ήταν ένα παιχνίδι, ίσως ένα κοριτσίστικο παιχνίδι της εποχής. Ίσως για αυτό να μην ξέρουμε από πού ήρθε. Πολύ απλά υπήρχε πάντα στο σπίτι. Όπως ξέρουμε την εποχή εκείνη η διάρκεια ζωής ήταν μικρή, παιδία πέθαιναν σε μικρή ηλικία από ασθένειες που σήμερα γιατρεύονται από ένα αντιβιοτικό. Η ζωή στην επαρχία ήταν πολύ δύσκολη. Ίσως να ήταν μια μικρή κοπέλα που αγαπούσε απλά την κούκλα της και έμεινε για πάντα μέσα σε αυτή. Ίσως στοιχειώνουμε σε αυτά που αγαπάμε και δεν προλάβαμε να χαρούμε.
Τώρα που μεγάλωσα δεν πιστεύω πια στα φαντάσματα, ίσως δεν ήθελε να μας κάνει κακό τελικά, ποτέ κανείς μας δεν έπαθε κάτι. Ίσως να ήταν ένα ακόμα κορίτσι σε αυτό το σπίτι που ήθελα να παίξει με τα παιχνίδια της. Ίσως να ήθελε απλά να παίξει με εμάς και να κάνει νέους φίλους.