Το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 (Aktion T-4) πήρε το όνομά του από την οδό Tiergartenstraße (Tiergartenstrasse) αριθ. 4. του Βερολίνου όπου βρισκόταν η έδρα της υπεύθυνης για την εφαρμογή του υπηρεσίας. Ήταν το επίσημο όνομα του προγράμματος ευγονικής της Ναζιστικής Γερμανίας, το οποίο προχώρησε σε μαζικές εκτελέσεις, υπό το πρόσχημα της ευθανασίας, σε «ανεπιθύμητα» στοιχεία του πληθυσμού στη Γερμανία και στις κατεχόμενες από τους Ναζιστές περιοχές.
Υπολογίζεται, ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος, συνολικά θανατώθηκαν 200.000 άνθρωποι.
Το πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή με απόφαση του Αδόλφου Χίτλερ. Λειτούργησε υπό τον έλεγχο του επικεφαλής της Καγκελαρίας Φίλιπ Μπούλερ (Philip Bouhler) και του Δόκτορα Καρλ Μπραντ (Karl Brandt), με επικεφαλής τους Βέρνερ Χάιντε (Werner Heyde) και Πάουλ Νίτσε (Paul Nitsche). Ουσιαστικά, όμως, ο κύριος οργανωτής του ήταν ο Βίκτορ Μπρακ (Viktor Brack). Στο πρόγραμμα συμμετείχαν εξέχουσες προσωπικότητες του ιατρικού κόσμου της Ναζιστικής Γερμανίας.
Σκοπός του προγράμματος ήταν να διατηρήσει τη λεγόμενη γενετική καθαρότητα του γερμανικού πληθυσμού, εξοντώνοντας ορισμένα στοιχεία του πληθυσμού των γερμανικών και των κατεχόμενων περιοχών. Τέτοιες κατηγορίες ήταν εκείνοι που θεωρούνταν παραμορφωμένοι, πηρομελείς, ανάπηροι ή άτομα που έπασχαν από διανοητικές ασθένειες. Στην αρχή, τα θεωρούμενα ως ανάπηρα παιδιά απομακρύνονταν από τις οικογένειές τους και τοποθετούνταν σε ειδικά νοσοκομεία όπου θανατώνονταν. Το πρόγραμμα στη συνέχεια επεκτάθηκε, ώστε να περιλάβει και ενηλίκους, αν και οι περισσότεροι ανάπηροι ενήλικες είχαν ήδη υποστεί υποχρεωτική στείρωση ως αποτέλεσμα του γερμανικού «Νόμου για την Πρόληψη Απογόνων των Κληρονομικώς Ασθενών».
Οι Ναζιστές χαρακτήριζαν τους φόνους αυτών των ανθρώπων, τους οποίους θεωρούσαν χαραμοφάηδες, ως φόνους από οίκτο. Λόγω των διαστάσεων που πήραν αυτές οι εκκαθαρίσεις, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι παρατηρητές χαρακτήρισαν τους θανάτους αυτούς ως μορφή μαζικής δολοφονίας με πρόσχημα την Ιατρική.
Ιστορικό του προγράμματος
Οι πρώτες εκκαθαρίσεις έλαβαν χώρα στην ψυχιατρική Κλινική της Όβινσκα (Owińska) της κατεχόμενης Πολωνίας στις 22 Σεπτεμβρίου 1939 και ακολούθησαν σύντομα παρόμοιες πράξεις στο υπόλοιπο της χώρας που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 26.000 ψυχασθενών.
Στη Γερμανία στο πρόγραμμα συμπεριλήφθηκαν οι εξής εγκαταστάσεις: Κάστρο Γκράφενεκ (Schloss Grafeneck, 20 Ιανουαρίου 1940), Σλος Χάρτχαϊμ (Schloss Hartheim, 6 Μαΐου 1940), Χάνταμαρ (Hadamar, Ιανουάριος 1941), η ψυχιατρική κλινική στο Μπέρνμπουργκ αν ντερ Ζάαλε (Bernburg-an-der-Saale, 21 Νοεμβρίου 1940), Βρανδεμβούργο (Brandenburg-Havel, 8 Φεβρουαρίου 1940) και Ζόνενσταϊν-μπάι-Πίρνα (Sonnenstein-bei-Pirna, Ιούνιος του 1940). Κάθε εγκατάσταση είχε το δικό της κωδικό: Ο «A» αντιπροσώπευε το Γκράφενεκ, ο «Β» το Βρανδεμβούργο, ο «C» to Χάρτχαϊμ, ο «D» το Ζόνενσταϊν, ο «Be» το Μπέρνμπουργκ και ο «E» το Χάνταμαρ. Σε αυτές έγινε χρήση μεθόδων δηλητηριωδών αερίων, ασφυξίας, ενέσεων, δηλητηρίασης, επιβεβλημένης ασιτίας και χορήγησης υπερβολικής δόσης φαρμάκων.
Τα πρώτα πειράματα με χρήση αερίων και κινητών οχημάτων με θαλάμους αερίων διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου του 1939 στο Πόζναν (Poznań) της Πολωνίας με ασθενείς από την ψυχιατρική κλινική της Όβινσκα και το Μάρτιο του 1940 στο νοσοκομείο της Κοτσάνοφκα (Kochanówka) κοντά στο Λοτζ. Οι ναζιστές πειραματίστηκαν, επίσης, με τη διοχέτευση, σε σφραγισμένους θαλάμους, μονοξειδίου του άνθρακα από καυασέρια μηχανών φορτηγών. Μεγάλο μέρος αυτού του τύπου εξόντωσης βρισκόταν κάτω από την επίβλεψη των ψυχιάτρων Καρλ Χανς Χάιντς Ζένχεν και Βέρνερ Βίλινγκερ. Ο Ζένχεν προμήθευε τους Ναζιστές ερευνητές με εκατοντάδες εγκεφάλους από τα θύματα, ενώ ο Βίλινγκερ διεξήγαγε πειράματα στα ζωντανά θύματα πριν διατάξει τη θανάτωσή τους. Οι θάλαμοι αερίων που είχαν κατασκευασθεί στο Χάρτχαϊμ φτιάχτηκαν με σκοπό τη θανάτωση, μέσω ασφυξίας με μονοξείδιο του άνθρακα, κυρίως ενήλικων θυμάτων, πριν ακόμη γίνει ευρεία χρήση αυτών των μεθόδων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Μέχρι την προσωρινή διακοπή του προγράμματος από τον Χίτλερ στις 19 Αυγούστου 1941, λόγω των διαμαρτυριών από ηγετικές προσωπικότητες της Εκκλησίας και συγγενείς των θυμάτων, είχαν ήδη εκτελεστεί 70.000 άτομα. Όμως, αυτή η δημόσια αντίδραση απλώς επιβράδυνε το πρόγραμμα και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη μυστικότητα. Μέλη του προσωπικού που είχαν εκπαιδευτεί κάτω από αυτό το πρόγραμμα συνέχισαν αργότερα τις δραστηριότητές τους στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης.
Οι περισσότερες από τις προσωπικότητες που ξεχώρισαν κατά τη διεξαγωγή του προγράμματος, όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε, είχαν ενεργό ανάμειξη και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των θαλάμων αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και συμμετείχαν στην σύσταση των στρατοπέδων στο Μπέλζεκ, στην Τρεμπλίνκα και στο Σομπιμπόρ της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Εκτός από το διαβόητο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, αυτά αποτέλεσαν τα κύρια κέντρα εξόντωσης με τη χρήση αερίων για εκατομμύρια ανθρώπους.
Μέχρι το τέλος του 1941, ο ένας στους τρεις ασθενείς των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της Γερμανίας είχε θανατωθεί, σε εφαρμογή αυτού του προγράμματος, είτε μέσω άμεσων μεθόδων είτε μέσω ασιτίας, με αποτέλεσμα 93.000 επιπλέον θανάτους. Το πρόγραμμα ανεστάλη, ύστερα από εντολή του Χίτλερ, επειδή ήδη είχαν εγερθεί σοβαρές υποψίες, καθώς τα αίτια θανάτου των υπό «θεραπεία» αναπήρων ανήμπορων και ψυχικά ασθενών, τα οποία αναγράφονταν στα πιστοποιητικά θανάτου που αποστέλλονταν στις οικογένειές τους, ήταν σχεδόν όμοια μεταξύ τους. Επιπλέον, ο τρόπος απόδοσης της στάχτης των αποτεφρωμένων νεκρών ήταν αρκετά περίεργος: Η οικογένεια λάμβανε μια λήκυθο με τις στάχτες του συγγενούς προσώπου, η οποία δεν έφερε ούτε καν διακριτική ετικέτα.
Στις 3 Αυγούστου 1941 ο καθολικός Επίσκοπος Κλέμενς Άουγκουστ φον Γκάλεν (Clemens August von Galen) στο κήρυγμά του στον Καθεδρικό Ναό του Μίνστερ (Münster) επιτέθηκε φραστικά στο Πρόγραμμα, χαρακτηρίζοντάς το ως «καθαρή δολοφονία». Η δημοσιότητα που έλαβε αυτό το κήρυγμα ανάμεσα στον καθολικό πληθυσμό της χώρας θορύβησε την Ναζιστική ηγεσία, οδηγώντας την στην επίσημη αναστολή του Προγράμματος.
Φυσικά, η αναστολή αυτή ήταν προσωρινή. Τον Αύγουστο του 1942 το πρόγραμμα είχε αρχίσει και πάλι να λειτουργεί, με περισσότερη όμως προσοχή, καθώς τα θύματα δεν δηλητηριάζονταν με μονοξείδιο του άνθρακα, αλλά θανατώνονταν με υπερβολικές δόσεις φαρμάκων ή μέσω ενέσεων με δηλητήριο. Η εφαρμογή του Προγράμματος δεν γινόταν πλέον μόνο σε πέντε κλινικές αλλά σε περισσότερες, διεσπαρμένες σε όλη τη Γερμανία και την Αυστρία. Οι δολοφονίες και η εσκεμμένη παραμέληση των ασθενών γίνονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποσοβήσουν τις υποψίες του γερμανικού πληθυσμού. Όμως, δεν ελήφθησαν τέτοιες προφυλάξεις κατά την εξόντωση ανθρώπων στις κατεχόμενες περιοχές. Οι βαναυσότητες και η βία αναφέρονταν και καταγράφονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά, και μέχρι τη λήξη του προγράμματος, θανατώθηκαν περίπου 200.000 άτομα.
Το πρόγραμμα σταμάτησε να εκτελείται μόνον όταν έληξε ο πόλεμος.
Δίκες μετά τον πόλεμο
Ορισμένοι από τους ιατρούς και τους νοσηλευτές που έλαβαν μέρος στο Πρόγραμμα προσήχθησαν σε δίκες. Όμως, δεν προσήχθησαν όλοι ενώπιον της δικαιοσύνης. Αρκετό καιρό μετά τη σύσταση των γερμανικών κρατιδίων, το 1949, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, που είχαν συμμετάσχει στην ευθανασία, διέφευγαν τη δίωξη και παρέμεναν μέσα στο γερμανικό σύστημα Υγείας, ασκώντας κανονικά το ιατρικό ή νοσηλευτικό επάγγελμα.
Σημαντικές ιατρικές προσωπικότητες που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Τ-4
Ο πλήρης κατάλογος ΕΔΩ.
Βίκτορ Μπρακ: Ο οργανωτής του προγράμματος (δεν ήταν ιατρός)
Χέλμουτ Έρχαρντ
Δρ. Πάουλ Νίτσε (Paul Nitsche), 1876-1947: Ήταν κορυφαίο στέλεχος – σύμβουλος – του Προγράμματος T-4 και αυτός που διαδέχθηκε τον Βέρνερ Χάιντε ως επικεφαλής σε αυτό. Χρημάτισε διευθυντής πολλών κρατικών νοσοκομείων πριν γίνει ηγετικό στέλεχος του Προγράμματος. Πραγματοποίησε πολλές επισκέψεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα πλαίσια των καθηκόντων του (όπως και ο Χάιντε) και στη δίκη του παραδέχθηκε ότι «… οι εξοντώσεις… ακολουθούσαν την ίδια ακριβώς πορεία στα στρατόπεδα, όπως και στα άσυλα των ασθενών». Στην δίκη, που ακολούθησε την σύλληψή του, κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Οδηγήθηκε στη γκιλοτίνα στις 25 Μαρτίου του 1948, στη Δρέσδη.
Φρίντριχ Πάνζε (Friedrich Panse): Βοηθός ιατρικός διευθυντής στο ίδρυμα Wittenauer Heilstatten, ο ψυχίατρος Δρ. Πάνζε ήταν, επίσης, πρόσεδρο μέλος του «Ανωτάτου Δικαστηρίου Απελευθέρωσης από τις Κληρονομικές Παθήσεις» και συνεργάσθηκε, μεταξύ άλλων, και με τον Δρα Χάιντε σε θέματα στείρωσης. Το 1935 σε συνεργασία με τον Κουρτ Πόολις (Kurt Pohlisch) δημιούργησε το «Ίδρυμα Ψυχιατρικής και Νευρολογικής Γενετικής της Ρηνανίας». Το 1940 έγινε σύμβουλος στο Πρόγραμμα Τ-4. Η προπαγάνδα του Ράιχ δημιούργησε μια μικρού μήκους ταινία σχετικά με την ευθανασία, βασισμένη σε ιδέα του Δρα Πάνζε. Το 1942 η αγωγή και η θεραπεία των πολεμικών νευρώσεων με χρήση μιας μορφής ηλεκτροσόκ πήρε το όνομά του και αποκλήθηκε Πάνζεν. Τα ηλεκτροσόκ περιελάμβαναν ιδιαίτερα οδυνηρές διεγέρσεις μέσω ηλεκτρικών ρευμάτων, που εφαρμόζονταν σε μεγάλα τμήματα του δέρματος με τη βοήθεια κυλίνδρου. Ωστόσο, η αντίληψη του Πάνζε για τις πολεμικές νευρώσεις ήταν ότι οι πάσχοντες ήσαν «ψυχοπαθείς με σκοπό τη λάθρα λήψη αδειών και αποζημιώσεων». Με άλλα λόγια, ο Πάνζε πίστευε ότι οι στρατιώτες προσποιούνταν πολεμική νεύρωση για να απαλλαγούν από τα πολεμικά τους καθήκοντα. Το 1943 παρέστη σε μυστικό συνέδριο για την ευθανασία που έλαβε χώρα στο Βερολίνο, μαζί με πολλές άλλες ηγετικές προσωπικότητες της ψυχιατρικής. Το 1947 κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Ναζί, ωστόσο ποτέ δεν κλήθηκε σε απολογία ή σε δίκη για να εξηγήσει ή να λογοδοτήσει για τις μεθόδους του. Συνέχισε να δίνει διαλέξεις στα Πανεπιστήμια της Βόννης και του Ντίσελντορφ μέχρι το 1967. Πέθανε το 1973.
Βέρνερ Χάιντε (Werner Heyde)
Λεονάρντο Κόντι (Leonardo Conti): ελβετικής καταγωγής από Ιταλό πατέρα και Γερμανίδα μητέρα, γεννημένος στο Λουγκάνο το 1900. Χρημάτισε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών με αρμοδιότητα στην υγεία, ενώ έγινε και μέλος των SS. Ήταν ο γενικός υπεύθυνος υγείας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Τον Ιούλιο του 1939 ο Χίτλερ τον διόρισε διοικητικά υπεύθυνο του Προγράμματος Τ-4 και στις 9 Οκτωβρίου ο Κόντι εξέδωσε ένα διάταγμα, με το οποίο ζητούσε από όλα τα Ιδρύματα του Γ΄ Ράιχ να κατηγοριοποιήσουν τους ασθενείς τους σύμφωνα με τα καθοριζόμενα κριτήρια.
Ο Κόντι ζητούσε την σύνταξη και υποβολή αναφορών σχετικών με τους ασθενείς, οι οποίοι παρουσίαζαν τα αναγραφόμενα στο διάταγμα συμπτώματα ασθενειών όπως σχιζοφρένεια, επιληψία, γηρατειά, παραλυτικές παθήσεις και ελαφρές διανοητικές διαταραχές. Στις αναφορές έπρεπε, επίσης, να περιλαμβάνονται όλα τα άτομα που είχαν φυλακισθεί για πέντε ή περισσότερα έτη, ή ήσαν «εγκληματίες» ή δεν είχαν «γερμανικό ή σχετικής καταγωγής αίμα». Το 1940 ο Κόντι επέβλεψε προσωπικά την χορήγηση ενέσεων σε τέσσερεις ή έξι ασθενείς, με σκοπό την ευθανασία τους, οι οποίοι, όμως, «πέθαιναν πολύ αργά» και έπρεπε να τους χορηγηθεί και δεύτερη δόση. Ως εναλλακτική μέθοδος επιλέχθηκε αυτή των θαλάμων αερίων. Ο Κόντι παρέμεινε Υπουργός Υγείας μέχρι το 1945, οπότε παύθηκε και συνελήφθη. Παραπέμφθηκε να δικαστεί στην Δίκη των Ιατρών αλλά δεν έφθασε στο Δικαστήριο: Αυτοκτόνησε με απαγχονισμό στο κελί του στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Ερνστ Κρέτσμερ
Ρόμπερτ Φρίντριχ Μάουτς (Robert Friedrich Mauz): Το 1928 ο Μάουτς ήταν λέκτορας, ενώ από το 1939 ως το 1945 ήταν καθηγητής Ψυχιατρικής στο Κένισγκσμπεργκ. Είχε ενεργό συμμετοχή στην κατάρτιση του νομοσχεδίου «περί τερματισμού των βασάνων των αθεράπευτα ασθενών». Τα τελικά σημεία σχεδιασμού αυτού του νόμου ολοκληρώθηκαν το 1940. Η τελική μορφή αυτού του νομοσχεδίου δεν διασώθηκε, αλλά τεκμηριώνεται από σημειώσεις των συμμετασχόντων στην κατάρτισή του. Τους γιατρούς που συμμετείχαν στην κατάρτιση του νομοσχεδίου τους απασχολούσε κυρίως η θεμελίωση μιας νομικής βάσης για την επιβολή της ευθανασίας. Ο Χίτλερ απέρριψε το νομοσχέδιο στην τελική του μορφή και το άφησε ανενεργό σε κάποιο συρτάρι του. Οι φόνοι υπό μορφήν ευθανασίας συνεχίσθηκαν χωρίς να υφίσταται νομική βάση. Ο Μάουτς, ο οποίος συμμετείχε στο Πρόγραμμα Τ-4 ως σύμβουλος, τιμήθηκε από τους συναδέλφους του μετά τον πόλεμο. Δεν υπέστη ποτέ διώξεις, το 1948, μάλιστα, ήταν επίσημος απεσταλμένος στο Τρίτο Διεθνές Συνέδριο Ψυχικών Παθήσεων στο Λονδίνο, το οποίο οδήγησε στην ίδρυση της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγιεινής (World Federation of Mental Health, WFMH).
Γιόζεφ Μένγκελε
Χανς Χάιντσε (Hans Heinze)
Ερνστ Ρύντιν (Ernst Rüdin): To 1916 o ελβετικής καταγωγής ψυχίατρος Ερνστ Ρύντιν ονομάσθηκε καθηγητής της Ψυχιατρικής του Τμήματος Γεναλογίας του Γερμανικού Ιδρύματος Ψυχιατρικών Ερευνών (με έδρα το Μόναχο). Το 1919 ο Ρύντιν έγινε διευθυντής στο ίδρυμα. Το 1933 το ναζιστικό καθεστώς τον προήγαγε σε επιθεωρητή της Γερμανικής Εταιρείας Φυλετικής Υγιεινής και τον ονόμασε Πρόεδρο του Συμβουλίου Ειδικών επί πληθυσμιακών και φυλετικών θεμάτων. Ο Ρύντιν ήταν ο βασικός συντάκτης της Νομοθετικής Πράξης περί Στείρωσης και ένας από τους δύο συγγραφείς της πραγματείας που εκδόθηκε για να δικαιολογήσει τον νόμο Περί αποτροπής απόκτησης γενετικά πασχόντων παιδιών. Ο συνάδελφός του σε αυτήν ήταν ο Φαλκ Ρούτκε (Falk Ruttke) ήταν ο τεχνικός σύμβουλος στην κατάστρωση των Νόμων της Νυρεμβέργης, με τους οποίους νομιμοποιήθηκαν οι διωγμοί των Εβραίων. Ο Ρούτκε προσχώρησε στο NSDAP το 1937 και το 1939 ο ίδιος ο Χίτλερ του απένειμε το Μετάλλιο Τεχνών και Επιστημών Γκαίτε. Πέντε χρόνια αργότερα ο Φύρερ προσωπικά τίμησε τον Ρύντιν με χάλκινο μετάλλιο, στο οποίο υπήρχε χαραγμένη μια σβάστικα και ο τιμητικός τίτλος «Πρωτοπόρος της Φυλετικής Υγιεινής». Tο 1943 απηύθυνε επιστολή στον Χίτλερ, με την οποία εγκωμίαζε τόσο αυτόν όσο και το Ναζιστικό Κόμμα για τα «αποφασιστικά, πρωτοπόρα βήματα για την πραγμάτωση της φυλετικής υγιεινής στο Ράιχ… και την παρεμπόδιση της περαιτέρω διείσδυσης εβραϊκού αίματος στην γονιδιακή δεξαμενή του γερμανικού λαού». Το 1945 η αμερικανική διοίκηση τον έπαυσε από τα διευθυντικά του καθήκοντα. Ποτέ, ωστόσο, δεν τον παρέπεμψε σε δίκη, καθώς ισχυρίσθηκε ότι ήταν μόνο κατ’ όνομα μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και γλίτωσε από τις διώξεις χάρη στον ισχυρισμό αυτό. Ήταν ένα τρανταχτό παράδειγμα της ομάδας των ψυχιάτρων που δεν υπέστησαν την παραμικρή δίωξη, αλλά συνέχισαν να ζουν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Καρλ Χανς Χάιντς Ζένχεν
Ότμαρ Φράιχερ φον Φέρσουερ (Otmar Freiherr von Ferschuer): Ιατρός ειδικευμένος στη Γενετική, έγινε γνωστός για την έρευνά του στην ευγονική των διδύμων. Θερμός υποστηρικτής της υπεροχής της Άρειας φυλής, υπηρέτησε αρχικά ως διευθυντής τμήματος στο Ίδρυμα Φίσερ και, το 1935 έφυγε από το Βερολίνο και ανέλαβε επικεφαλής του Ιδρύματος Βιολογίας της Κληρονομικότητας και Φυλετικής Υγιεινής στην Φρανκφούρτη. Επέστρεψε στο Βερολίνο το 1942, διαδεχόμενος τον ίδιο τον Φίσερ στο ίδρυμα.
Βέρνερ Βίλινγκερ
Χάινριχ Γκρος
Μαξ ντε Κρίνις (Max de Crinis): Αυστριακός ψυχίατρος, ο οποίος εξάσκησε το επάγγελμά του στην Γερμανία και έγινε μέλος του NSDAP το 1931. Θεωρούνταν ως «ο πλέον ειλικρινής σημαίνων Ναζιστής» στους κύκλους των γερμανών ψυχιάτρων, ενώ ήταν σύμβουλος επί ψυχιατρικών θεμάτων στους υψηλότερους κύκλους του καθεστώτος. Πιστεύεται ότι αυτός ήταν που βοήθησε τον Χίτλερ στη διατύπωση του αρχικού νόμου περί ευθανασίας. Το 1936 δραστηριοποιήθηκε στα SS και την ειδική υπηρεσία τους με αντικείμενο τις φυλετικές εκκαθαρίσεις. Το 1941 έγινε Γενικός Διευθυντής επί ιατρικών θεμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Ήταν, επίσης, μέλος της Εταιρείας Κάιζερ Βίλχελμ (του μετέπειτα Ιδρύματος Μαξ Πλανκ) και Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ψυχικής Υγιεινής. Το 1945 κατάφερε να διαφύγει από τις αρχές, διαβλέποντας, ωστόσο, ότι αυτό δεν θα διαρκούσε επί πολύ, αυτοκτόνησε με μια κάψουλα κυανιούχου καλίου, αφού πρώτα, με τον ίδιο τρόπο, εξόντωσε ολόκληρη την οικογένειά του.
Ίρμφριντ Έμπερλ (Irmfried Eberl), 08/09/1910 – 16/02/1948[9]: Αυστριακός ψυχίατρος. Μέλος του Κόμματος από τα 21 του χρόνια, έγινε μέλος και των SS με το βαθμό του υπολοχαγού (Obersturmführer). Ήταν ένας από τους πρώτους στους οποίους επιδείχθηκε η μεθοδολογία θανάτωσης με δηλητηριώδες αέριο. Ο Χάιντε τον είχε διορίσει βοηθό του, ενώ του έδωσε και ειδική εξουσιοδότηση εισόδου σε όλα τα ψυχιατρικά ιδρύματα του Ράιχ, για να διερευνά προθέσεις και θέληση συμμετοχής στο Πρόγραμμα Τ-4. Είχε, επίσης, επιφορτισθεί με το ειδικό καθήκον επίβλεψης των ψευδών αιτίων θανάτου, που αναγράφονταν στα σχετικά πιστοποιητικά όσων είχαν υποστεί ευθανασία, και την επινόηση πολιτικής προσχημάτων, ώστε να παραμείνει το πρόγραμμα σε λειτουργία. Σε ηλικία 32 μόλις ετών ανέλαβε διοικητής στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα. Εκεί, έχοντας την εμπειρία από το Τ-4, κατασκεύασε τους θαλάμους αερίων για την εξόντωση των κρατουμένων. Οργάνωσε, επίσης, τη μεταγωγή Εβραίων ασθενών στο υπό τη διεύθυνσή του ιατρικό ίδρυμα εξόντωσης στο Βρανδεμβούργο και στο Μπέρνμπουργκ (στο οποίο διετέλεσε διευθυντής για ένα διάστημα του 1942, πριν μεταβεί στην Τρεμπλίνκα). Μέχρι τον Αύγουστο 1942 είχε επιτευχθεί η εξόντωση 215.000 Εβραίων στην Τρεμπλίνκα. Δύο μήνες αργότερα, ωστόσο, απομακρύνθηκε από τη διοίκηση λόγω ανεπάρκειας. Έκτοτε συμμετείχε στον πόλεμο μέχρι τον τερματισμό του, οπότε επέστρεψε στη Γερμανία για να ανακαλύψει ότι η σύζυγός του είχε πεθάνει. Συνέχισε να ασκεί την ιατρική στο Μπλαουμπόιρεν (Blaubeuren) μέχρι τον Ιανουάριο του 1948, οπότε αποκαλύφθηκε η δράση του και συνελήφθη. Δεν δικάσθηκε, γιατί ένα μήνα αργότερα αυτοκτόνησε με απαγχονισμό.
Καρλ Σνάιντερ (Karl Schneider): Αυστριακός ψυχίατρος, μέλος του NSDAP από το 1932, έγινε διευθυντής της Πανεπιστημιακής Κλινικής στη Χαϊδελβέργη. Μέθοδοί του για να «βοηθήσει» τους ασθενείς του ήταν η εργασιοθεραπεία, η στείρωση και η ευθανασία. Σύμφωνα με το Κόμμα, ήταν «…πρωτοπόρος της γερμανικής ψυχιατρικής, ο οποίος είχε την αποστολή της υποστήριξης του εθνικοσοσιαλισμού και προσέφερε τα δικά του φώτα επί της εργασιοθεραπείας…». Έλαβε μεγάλα χρηματικά ποσά για να δημιουργήσει ερευνητικό ίδρυμα, όπου ξεκίνησε τις έρευνές του, χρησιμοποιώντας το υλικό που συγκέντρωνε από το Πρόγραμμα Τ-4, στο οποίο συμμετείχε ενεργά. Όταν ανακάλυψε ότι στο ίδρυμα Rhenish Eichberg Institute διεξάγονταν ιατρικά πειράματα με φάρμακα σε ανθρώπους για λογαριασμό της IG Farben, άρχισε διαμάχη μεταξύ των δύο ερευνητικών κέντρων, καθώς ο Σνάιντερ ζητούσε τμήματα του «υλικού» που συγκεντρωνόταν εκεί για χρήση στις δικές του έρευνες.
wikipedia