Αφού διασφάλισε τη θέση του στο Mακεδονικό θρόνο και την Ηγεμονία της Ελλάδος, ο Αλέξανδρος έπρεπε να αντιμετωπίσει τον τρίτο σε σοβαρότητα κίνδυνο, τους βαρβάρους των Βαλκανίων. Έπρεπε να διεξαγάγει προληπτικό πόλεμο εναντίον τους, διότι ήταν απόλυτα βέβαιο ότι δεν είχε τη νομιμοφροσύνη όλων των Μακεδόνων ευγενών, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες, προκειμένου να υλοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όταν συγκρούσθηκε με τον πατέρα του, κατέφυγε στους Ιλλυριούς και όχι στους Μολοσσούς, τους συγγενείς της μητέρας του.
Οι Ιλλυριοί, πριν από 25 χρόνια είχαν αποσπάσει από τους Μακεδόνες αρκετά από τα εδάφη, που αρχικά ανήκαν στους Παίονες και θα τους είχαν περιορίσει στα εδάφη γύρω από τη Μακεδονία, αν δεν προλάβαινε να ανέβει στον θρόνο ο Φίλιππος.
Η αναταραχή, που προκάλεσε στη Μακεδονία η δολοφονία του Φιλίππου και οι εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων εταίρων, δημιούργησαν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους βόρειους γείτονες των Μακεδόνων να επιδιώξουν αναθεώρηση των συνόρων. Από τις αρχαίες πηγές δεν προκύπτει κάποια συμμαχία μεταξύ Ιλλυριών, Παιόνων και Θρακών εναντίον των Μακεδόνων, όμως μία τέτοια συμμαχία δεν ήταν αναγκαία. Αρκούσε η γενική πεποίθηση ότι οι Μακεδόνες έχασαν τον ισχυρό τους ηγέτη και ότι ξεκινούσε μία περίοδος εσωτερικής αναστάτωσης, για να σπεύσουν οι βόρειοι γείτονες να τους αποσπάσουν τα στρατηγικής σημασίας εδάφη.
Με βάση τις διατάξεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων η εξωτερική ασφάλεια της Μακεδονίας “τύποις” ήταν ζήτημα ασφαλείας όλων των Ελλήνων. Τα στρατεύματα του Κοινού Συνεδρίου, που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στη Μακεδονία για την εισβολή στην Ασία, αριθμούσαν περίπου 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς.
Ως στρατηγός αυτοκράτωρ την άνοιξη του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε επικεφαλής αυτών των στρατευμάτων από την Αμφίπολη και προχωρώντας ανατολικά από την πόλη των Φιλίππων και το όρος Όρβηλος(βόρειο όριο της Μακεδονίας προς τη Θράκη), εισέβαλε στη χώρα των αυτόνομων Θρακών. Πέρασε τον ποταμό Νέστο, κατευθύνθηκε βόρεια μέσα από το βασίλειο των Οδρυσών και σε 10 ημέρες έφτασε στον Αίμο (Μπαλκάν).
Σ’ αυτήν την οροσειρά συνέβη ένα περιστατικό, που τονίζει την πειθαρχία, την αποτελεσματικότητα και την εν γένει διαφορά ενός τακτικού στρατεύματος από ένα απλό σύνολο πολεμιστών. Σε κάποιο σημείο πολλοί Οδρύσες είχαν καταλάβει τη μοναδική ορεινή διάβαση και σκόπευαν να ρίξουν τις άμαξές τους εναντίον της φάλαγγας, που πλησίαζε.
Όσοι φαλαγγίτες βρίσκονταν σε ομαλό έδαφος αραίωσαν τις γραμμές τους και οι άμαξες πέρασαν ανάμεσά τους. Όσοι βρίσκονταν σε τραχύ έδαφος και δεν μπορούσαν να ελιχθούν, έπεσαν κατά γης, ένωσαν τις ασπίδες τους και οι άμαξες πέρασαν από πάνω τους χωρίς να σκοτωθεί κανείς.
Ο Αλέξανδρος υπό την κάλυψη των τοξοτών και επικεφαλής του αγήματος, των υπασπιστών και των Αγριάνων απέκρουσε την πρώτη επίθεση και μόλις πλησίασε η φάλαγγα, οι ακατάλληλα οπλισμένοι και ψιλοί Θράκες, τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 1.500 νεκρούς, τα γυναικόπαιδα και (κυρίως) τα εφόδιά τους.
Οι Οδρύσες δεν προέβαλαν άλλη αντίσταση. Τον προηγούμενο αιώνα ήταν πανίσχυροι και κρατούσαν σε καθεστώς φόρου υποτέλειας όλους τους γείτονές τους, αλλά ο Φίλιππος είχε συρρικνώσει την ισχύ τους, ενώ η χώρα τους δεν έφτανε πλέον ως τις εκβολές του Ίστρου (Δούναβη).
Προελαύνοντας βορείως του Αίμου, ο Αλέξανδρος διέσχισε τη χώρα των Τριβαλλών και έφτασε στον ποταμό Λύγινο, σε απόσταση τριών σταθμών (ένας σταθμός ισούται με 27,5 χλμ) από τον Ίστρο. Οι Τριβαλλοί μαζί με άλλους γειτονικούς Θράκες μετέφεραν για ασφάλεια τα γυναικόπαιδα σε ένα νησάκι του Ίστρου, την Πεύκη, και κινήθηκαν προς τον Λύγινο σκοπεύοντας να χτυπήσουν τον Αλέξανδρο εκ των όπισθεν.
Ο Αλέξανδρος το πληροφορήθηκε και αντί να αιφνιδιασθεί, τους αιφνιδίασε την ώρα που στρατοπέδευαν. Οι Τριβαλλοί υποχώρησαν σε δασωμένη χαράδρα κοντά στον ποταμό και ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον τους τα τμήματα των τοξοτών και των σφενδονιστών.
Οι Τριβαλλοί μόλις χτυπήθηκαν από τα τοξεύματα, βγήκαν από το δασωμένο μέρος της χαράδρας κι επιτέθηκαν στους ψιλούς θεωρώντας τους εύκολη λεία. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε τους Φιλώτα, Ηρακλείδη και Σώπολη να επιτεθούν με τους ιππείς της Άνω Μακεδονίας, της Βοττιαίας και της Αμφίπολης αντίστοιχα.
Οι Τριβαλλοί δεν άντεξαν την πίεση και τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους Μακεδόνες ως το σούρουπο. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο οι νεκροί των Μακεδόνων ήσαν 11 ιππείς και 40 πεζοί και των Τριβαλλών ήταν συνολικά 3.000, αλλά δεν συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι, διότι τα δάση της περιοχής προσέφεραν καταφύγιο στους καταδιωκόμενους.
Τρεις μέρες αργότερα ο Αλέξανδρος έφθασε στον Ίστρο, στο δέλτα του οποίου τον περίμεναν μερικά πολεμικά πλοία από το Βυζάντιο. Δεν επαρκούσαν όμως, για να κάνει απόβαση στην Πεύκη, και αποφάσισε να περάσει στη βόρεια όχθη του Ίστρου, όπου είχαν συγκεντρωθεί περί τις 4.000 ιππείς και πάνω από 10.000 πεζοί Γέτες.
Για τη διάβαση του Ίστρου χρησιμοποίησε τα πλοία, τα μονόξυλα των Θρακών και για πρώτη φορά την τεχνική των ασκοσχεδιών, την οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσε συχνότατα για την διάβαση των ποταμών της Ασίας. Πέρασε στην απέναντι όχθη 1.500 ιππείς και 4.000 πεζούς και επιτέθηκε στους Γέτες, που σάστισαν από την ευκολία του εγχειρήματος, αλλά και από την ορμή του ιππικού και την πυκνότητα της φάλαγγας των πεζών.
Με την πρώτη έφοδο του Μακεδονικού ιππικού υποχώρησαν στην πλησιέστερη πόλη τους σε απόσταση 1 παρασάγγη (περίπου 5,5 χμ). Όταν είδαν την στρατιά να κινείται με προσοχή εναντίον τους, εγκατέλειψαν την πόλη και με τα γυναικόπαιδα σκόρπισαν στις ερημιές. Ο Αλέξανδρος κατέσκαψε την άσχημα οχυρωμένη πόλη, πήρε όσα λάφυρα βρήκε και στις όχθες του Ίστρου τέλεσε ευχαριστήριες θυσίες στον Δία Σωτήρα, στον Ηρακλή και στον Ίστρο.
Δεν ήταν μόνο η προσωπική φιλοδοξία, που τον έκανε να περάσει τον Ίστρο, το μεγαλύτερο ποτάμι της Ευρώπης, ήταν πάνω απ’ όλα μία ψυχολογική επιχείρηση εναντίον των πιο μακρινών λαών, η οποία αποδείχθηκε αποτελεσματική. Η ισχυρή και νικηφόρα στρατιά του δημιούργησε τον φόβο ότι στόχος του ήταν η Ευρώπη. Αυτός ο φόβος οδήγησε στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου πρεσβείες από τους Τριβαλλούς, τα αυτόνομα έθνη του Ίστρου και τους Κέλτες του Ιονίου, για να συνάψουν συνθήκες ειρήνης.
Ο Αρριανός καταγράφει σ’ αυτό το σημείο το εξής ενδιαφέρον: οι Κέλτες ήταν ο πιο απομακρυσμένος λαός, που έστειλε πρέσβεις και ο Αλέξανδρος τους ρώτησε ποιόν θνητό φοβούνται περισσότερο ελπίζοντας να ακούσει το δικό του όνομα. Προς κατάπληξή του οι Κέλτες του έδωσαν την απάντηση, που καταγράφουν πολλές φορές στα έργα τους οι κωμικοί μυθιστοριογράφοι (συγγραφείς του Αστερίξ) Uderzo και Gosciny ότι το μόνο που φοβόντουσαν ήταν μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους!
Ο Ίστρος ήταν πλέον η βορειότερη οριογραμμή της κυριαρχίας του Αλεξάνδρου, ο οποίος στράφηκε πάλι προς νότο και μπήκε στις χώρες των Αγριάνων και των άλλων Παιόνων. Εκεί έμαθε ότι ο υποτελής Ιλλυριός βασιλιάς Κλείτος, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του τον Βάρδυλι, συμμάχησε με τον Γλαυκία, τον βασιλιά των Ταυλαντίων, και επαναστάτησε.
Οι σύμμαχοι του Αλεξάνδρου Αγριάνες τον ενημέρωσαν ότι οι Αυταριάτες είχαν ξεσηκωθεί, αλλά δεν χρειαζόταν να ανησυχεί καθόλου, διότι δεν ήσαν αξιόμαχοι και θα τους αντιμετώπιζαν οι ίδιοι για λογαριασμό του. Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον βασιλιά των Αγριάνων Λάγγαρο για την πίστη του και υποσχέθηκε ότι θα του έδινε ως σύζυγο μία ετεροθαλή αδελφή του, την Κύνα, αλλά ο Λάγγαρος πέθανε πριν γίνει ο γάμος.
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος κινήθηκε κατά μήκος του ποταμού Ερίγωνα (Τσέρνα) εναντίον του Πελλίου, της καλύτερα οχυρωμένης πόλης της περιοχής, στο οποίο είχε οχυρωθεί ο Κλείτος του Βάρδυλι. Ο Κλείτος περίμενε ενισχύσεις από τον Γλαυκία και σκέφτηκε να μην παραμείνει αδρανής, μέχρι τότε.
Θυσίασε τρία αγόρια, τρία κορίτσια, τρία μαύρα κριάρια και επιτέθηκε στους Μακεδόνες, αλλά τελικά υποχρεώθηκε να κλειστεί στα τείχη. Ο Αλέξανδρος είχε στρατοπεδεύσει στον ποταμό Εορδαϊκό (Ντεβόλλ) και σκόπευε να κατασκευάσει τείχος γύρω από το Πέλλιο, για να αποκλείσει τους Ιλλυριούς μέσα στην πόλη, αλλά την επομένη πρόλαβε κι έφτασε ο Γλαυκίας με ισχυρές δυνάμεις.
Ο Αλέξανδρος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδια της πολιορκίας και άφησε επί τόπου ένα τμήμα της στρατιάς, για να κρατά τον Κλείτο εγκλωβισμένο στο Πέλλιο. Με την υπόλοιπη στρατιά, τα σκευοφόρα και τις πολεμικές μηχανές κινήθηκε εναντίον των Ταυλαντίων μέσα από τα πυκνά δάση, τα δύσβατα εδάφη και τα στενά περάσματα της σημερινής Βορείου Ηπείρου.
Η προέλαση της στρατιάς μέσα από τις στενωπούς και τις άλλες παγίδες ήταν δύσκολη, επικίνδυνη και στα εδάφη εκείνα ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες της εκστρατείας. Επιπλέον αντιμετώπισε σοβαρότατο πρόβλημα επισιτισμού και ο Φιλώτας χρειάσθηκε να αποσπασθεί από τη στρατιά, για να αναζητήσει τρόφιμα.
Κάποια στιγμή μάλιστα διακόπηκε η επικοινωνία ανάμεσα στο Φιλώτα και τον Αλέξανδρο και ο καθένας τους νόμισε ότι ο άλλος είχε έρθει σε δυσχερή θέση από τους Ιλλυριούς, με τους οποίους αψιμαχούσαν συνεχώς.
Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και οι ανταρτικού τύπου επιθέσεις των Ιλλυριών τόσο ενοχλητικές, ώστε σε μία φάση ο Αλέξανδρος διέταξε τους σωματοφύλακες και μερικούς από «τους περί αυτόν» εταίρους (της βασιλικής ίλης) να καταλάβουν ένα ύψωμα και αν η αντίσταση των εχθρών ήταν σημαντική, οι μισοί απ’ αυτούς να ξεπεζέψουν, να αναμιχθούν με τους έφιππους και να πολεμήσουν σαν οπλίτες. Αυτό είναι ένα από τα τρία περιστατικά, που καταγράφει ο Αρριανός και τα οποία έδωσαν στον Κούρτιο το έναυσμα για να … κατατάξει στο στρατό του Αλεξάνδρου τους διμάχους.
Όταν πέρασαν τρεις ημέρες χωρίς αψιμαχίες και χωρίς καμία επαφή με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, ο Γλαυκίας πίστεψε ότι η εισβολή είχε τελειώσει. Αποδεικνύοντας την κατωτερότητα των δυνάμεών του έναντι τακτικού στρατεύματος, στρατοπέδευσε χωρίς φυλακές έγκαιρης προειδοποίησης και χωρίς τάφρο ή χάρακα γύρω από το στρατόπεδο.
Ο Αλέξανδρος εντόπισε το στρατόπεδο και με μία νυχτερινή επιδρομή τους κατέλαβε εξαπίνης, τους προξένησε βαρείες απώλειες, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν πανικόβλητοι στα βουνά της πατρίδας τους σκορπίζοντας πίσω τους τον οπλισμό τους.
Μετά την παραδειγματική συντριβή του ισχυρότερου Ιλλυρικού έθνους ο Κλείτος του Βάρδυλι δεν είχε διέξοδο. Πυρπόλησε το Πέλλιο με σκοπό να καταστρέψει τα αποθηκευμένα τρόφιμα για να μην τα πάρει ο Αλέξανδρος και με τις δυνάμεις του ζήτησε καταφύγιο στη χώρα των Ταυλαντίων.
Πολλοί ασφαλώς στην Νότια Ελλάδα θα εύχονταν τον χαμό του Αλεξάνδρου στη νέα πολεμική του εμπλοκή και μερικοί θα την πίστευαν κιόλας. Ούτε θα έλειπαν οι σχετικές φήμες. Αυτό έκανε μερικούς Θηβαίους, που είχαν εξοριστεί για τα αντιμακεδονικά τους φρονήματα, να διεισδύσουν νύκτα στην πόλη, ύστερα από πρόσκληση των δημοκρατικών στοιχείων, να συλλάβουν και να σκοτώσουν δύο μέλη της μακεδονικής φρουράς που κρατούσε την Καδμεία και, ακολούθως, να συγκαλέσουν εκκλησία (σύναξη) και να καλέσουν το λαό σε αποστασία, υποσχόμενοι ελευθερία και αυτονομία, τις παλαιές και ωραίες λέξεις, με σκοπό να πεισθεί ο λαός να αποτινάξει τη μακεδονική κυριαρχία.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν με ακρίβεια τα πράγματα και ο καθένας πίστευε ο,τι τον ευχαριστούσε. Φυσικά στο διάστημα που ο Αλέξανδρος ήταν «χαμένος» στον Βορρά, δεν έπαυσε ούτε στιγμή να ρέει προς τις ελληνικές πόλεις άφθονος περσικός χρυσός παράλληλη ήταν και η ροή ψευδών πληροφοριών.
Ο Δαρείος Γ’ έστειλε στην Αθήνα ένα ποσό 300 ταλάντων, που οι Αθηναίοι δεν το δέχθηκαν το δέχθηκαν όμως η Σπάρτη και άλλες πόλεις. Στην Αθήνα είχε μεγαλύτερη επίδραση μια ψευδής πληροφορία: έφθασε στην πόλη ένας τραυματίας και διαβεβαίωσε τους Αθηναίους πως είδε τον Αλέξανδρο να πέφτει νεκρός σε μάχη εναντίον των Τριβαλλών.
Η είδηση έγινε πιστευτή γιατί σε πολλούς ήταν αρεστή. Ωστόσο, παρά την αναζωπύρωση του αντιμακεδονικού πνεύματος, κανείς δεν έσπευσε να ενισχύσει τους Θηβαίους, που πολιορκούσαν τη μακεδονική φρουρά στην Καδμεία.
Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε όλα αυτά, όταν βρισκόταν στην Ιλλυρία. Θεώρησε την εξέγερση των Θηβαίων «ουδαμώς αμελητέα είναι». Όσο για τους Αθηναίους, πάντα τους υποψιαζόταν. Κι αυτό που φοβόταν ήταν μήπως αυτοί οι άστατοι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι αβέβαιοι για τη στάση τους Αιτωλοί αλλά και καπόιοι Πελοποννήσιοι σπεύσουν να συσσωματωθούν με τους εξεγερμένους Θηβαίους.
Γι’ αυτό με ασύλληπτη ταχύτητα πέρασε από δύσβατα βουνά και από τα στενά του Μετσόβου. Εντός επτά ήμερων βρισκόταν στη Θεσσαλία και μετά από πέντε ακόμη ήμερες (σύνολο 12) βρέθηκε στην Βοιωτία. Ήταν τόσο «κεραυνική» η κάθοδος του, ώστε βρήκε αφύλακτες τις Θερμοπύλες κι έφθασε στον Όγχηστο (Μαυρομάτι) ανενόχλητος. Τότε μόνον οι Θηβαίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του! Ήταν φυσικό οι Θηβαίοι να εκπλαγούν.
Μερικοί έλεγαν ότι δεν πρόκειται περί του καθεαυτού Αλεξάνδρου, αλλά του Αλεξάνδρου του Λυγκηστή, γυιού του Αερόπου. Σε δύο ήμερες, όμως, ο πραγματικός Αλέξανδρος έφθασε προ των θηβαϊκών τειχών, στρατοπέδευσε στο βόρειο μέρος, «κατά το Ιολάου τέμενος», και περίμενε την παράδοση των Θηβών.
Οι πηγές, οι προσκείμενες στον Αλέξανδρο, αποδίδουν σ’ αυτόν μια τάση για συμβιβασμό, ενώ προσάπτουν στους Θηβαίους αδιαλλαξία. Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος πρότεινε χορήγηση αμνηστίας αλλ’ απαίτησε να του παραδοθούν οι αρχηγοί της αντιμακεδονικής παρατάξεως Φοίνιξ και Προθύτης.
Οι Θηβαίοι ανταπαίτησαν, έναντι της αμνηστίας, την παράδοση σ’ αυτούς των στρατηγών Παρμενίωνος και Αντιπάτρου, κάτι που φυσικά δεν έγινε δεκτό. Ύστερα από αυτό οι Θηβαίοι κάλεσαν όποιον επιθυμούσε να συμπράξει με αυτούς και με τον Πέρση βασιλιά, ώστε όλοι μαζί να ελευθερώσουν την Ελλάδα και να καταλύσουν την εξουσία του τυράννου.
Είναι λογικό να διατυπώνονται αμφιβολίες για την ορθότητα των απόψεων αυτών, ότι τάχα ο Αλέξανδρος έφθασε προ των Θηβών με συμβιβαστικές διαθέσεις. Η Θήβα, λόγω της αιφνιδιαστικής καθόδου του, είχε απομονωθεί δεν είχε από πουθενά ενισχυθεί.
Μια προσφορά αμνηστίας θα ήταν γι’ αυτή «θεόπεμπτον δώρον», γράφει τοπικός ιστορικός, ο οποίος προσθέτει: «Αλλ’ ουδεμία αμνηστία εδόθη εις τους Θηβαίους, ουδ’ άλλη πρότασις εγένετο εις αυτούς.
Ο Αλέξανδρος βέβαιος ων περί της νίκης, έδράξατο της ευκαιρίας να συγκρουσθή προς τους Θηβαίους, ίνα δια μιας νίκης κατά πόλεως ίσχυράς και ονομαστής κατάπληξη και τρομοκράτηση το πανελλήνιον, τούθ’ όπερ επέτυχε… ».
Βεβαίως ο Δημ. Τσεβάς, που έγραψε τα παραπάνω, διατυπώνει έναν υποθετικό συλλογισμό (δεν στηρίζεται σε καμμιά μαρτυρία), αλλά πάντως σφόδρα πιθανό: ότι ο Αλέξανδρος, μετά το κίνημα τούτο, δεν θα έφευγε για την Ασία, αν δεν τιμωρούσε παραδειγματικά την Θήβα.