Αστικός Μύθος: Το Μουσείο
Το 1988 ένας άντρας δούλευε σε ένα μουσείο το οποίο πριν ήταν σπίτι αλλά είχε μετατραπεί σε μουσείο. Ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια και τη συντήριση του μουσείου. Ένα πρωί των Χριστουγέννων του 1988, στις 7 περίπου η ώρα, η εταιρία ασφάλειας τον κάλεσε και του είπε ότι είχαν ακουστεί παιδικές φωνές και γαβγίσματα στο μουσείο.
Τότε ο άντρας πήγε να κοιτάξει αλλά δεν βρήκε τίποτα. Το μουσείο, όπως και ολόκληρη η πόλη, ήταν ήσυχο τα πρωινά των Χριστουγέννων. Ένας άλλος υπάλληλος του μουσείου είχε πει στον άντρα ότι έβλεπε μία γυναίκα να κατεβαίνει τις σκάλες του πάνω ορόφου φορώντας ένα μακρύ, άσπρο νυχτερινό φόρεμα. Ακόμη, και άλλοι άνθρωποι την είχαν δει από το καιρό που το σπίτι έγινε μουσείο. Όταν ο άντρας λοιπόν παρακολουθούσε μαθήματα στο τοπικό πανεπιστήμιο, πήγαινε συχνά εκεί για να τυπώσει χαρτιά. Τότε συχνά άκουγε τριξίματα στα ξύλινα πατώματα, πόρτες να κλείνουν, και φωνές. Το σπίτι ήταν πανέμορφο, αλλά υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα. Μία μέρα ο άντρας πήγε στο υπόγειο πλυσταριό. Τότε κατάλαβε ότι κλειδώθηκε μέσα από ένα παιδί που γελούσε. Πήγε να ανοίξει τη πόρτα αλλά ήταν κλεισμένη από “κάποιον”, και άκουσε ένα παιδί να γελάει πίσω απ’ τη πόρτα. Συχνά, το σπίτι είχε μια ανεξήγητη μυρωδιά τριαντάφυλλων.
Τότε ο άντρας πήγε να κοιτάξει αλλά δεν βρήκε τίποτα. Το μουσείο, όπως και ολόκληρη η πόλη, ήταν ήσυχο τα πρωινά των Χριστουγέννων. Ένας άλλος υπάλληλος του μουσείου είχε πει στον άντρα ότι έβλεπε μία γυναίκα να κατεβαίνει τις σκάλες του πάνω ορόφου φορώντας ένα μακρύ, άσπρο νυχτερινό φόρεμα. Ακόμη, και άλλοι άνθρωποι την είχαν δει από το καιρό που το σπίτι έγινε μουσείο. Όταν ο άντρας λοιπόν παρακολουθούσε μαθήματα στο τοπικό πανεπιστήμιο, πήγαινε συχνά εκεί για να τυπώσει χαρτιά. Τότε συχνά άκουγε τριξίματα στα ξύλινα πατώματα, πόρτες να κλείνουν, και φωνές. Το σπίτι ήταν πανέμορφο, αλλά υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα. Μία μέρα ο άντρας πήγε στο υπόγειο πλυσταριό. Τότε κατάλαβε ότι κλειδώθηκε μέσα από ένα παιδί που γελούσε. Πήγε να ανοίξει τη πόρτα αλλά ήταν κλεισμένη από “κάποιον”, και άκουσε ένα παιδί να γελάει πίσω απ’ τη πόρτα. Συχνά, το σπίτι είχε μια ανεξήγητη μυρωδιά τριαντάφυλλων.