Ένα περίεργο χειρόγραφο του Ναπολέοντα περιήλθε στην ιδιοκτησία ενός Αμερικανού συλλέκτη, το οποίο του το πούλησε ένας Γάλλος που βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Επρόκειτο για μια επιστολή του Βοναπάρτη, που την είχε αποστείλει από το Κάιρο στον αδερφό του τον Λουκιανό, λίγο πριν αναγκαστεί να επιστρέψει στη Γαλλία μετά από τις ήττες του στρατού του στην Ιταλία και τα σφάλματα του Διευθυντηρίου.
Την εποχή εκείνη, ο Ναπολέων κατείχε μία οικία στην πλατεία του Εσμπέκιεν, πολύ κοντά στο σημείο που δολοφονήθηκε το 1800 ο γενναίος Κλέμπερ, που ήταν ο διοικητής του στρατού στην Αίγυπτο.
Η επιστολή ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αφορούσε σε οικογενειακές υποθέσεις, ενώ το δεύτερο ήταν αφιερωμένο σε μια παράξενη αφήγηση, που μόλις την πληροφορήθηκαν οι Αμερικανοί πνευματιστές, της έδωσαν τεράστια δημοσιότητα.
Σύμφωνα με την επιστολή, μια ζεστή βραδιά του Ιουλίου του 1798, ο Βοναπάρτης δε μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί βασανιζόταν από τόσο δυνατό πονόδοντο, που έκανε το κεφάλι του να βουίζει και νόμιζε πως θα τρελαινόταν απ’ τον πόνο. Περιμένοντας να ξημερώσει, για να βγάλει το χαλασμένο δόντι, όπως είχε κανονιστεί, πέρασε τη νύχτα του βογκώντας και αλλάζοντας διαρκώς πλευρό στο κρεβάτι του.
Ξαφνικά, το δωμάτιό του φωτίστηκε σαν να ήταν μέρα και συγχρόνως, είδε να προχωρά προς το μέρος του ένας αλλόκοτος άνθρωπος, κατάχλομος, με τα ανέκφραστα μάτια του βυθισμένα στις κόγχες τους, ο οποίος ήταν τυλιγμένος με λευκό ύφασμα. Τρομαγμένος ο Ναπολέων προσπάθησε να σηκωθεί, για να ζητήσει βοήθεια. Όμως, ο άγνωστος τον συγκράτησε με το αποστεωμένο του χέρι και του είπε σε σωστά γαλλικά: “Θέλω να σας απαλλάξω από τον πόνο, ώστε να μπορείτε να ασχοληθείτε ανενόχλητος με τις σοβαρές σας υποθέσεις. Αλίμονο αν δεν πάρετε πίσω το Αβουκίρ!”
Αμέσως, σήκωσε το χέρι του, άγγιξε τον στρατηλάτη στο μάγουλο και ο αφόρητος πόνος του αυτομάτως σταμάτησε.
Ο Ναπολέων ρώτησε έκπληκτος τον άντρα να του πει ποιος ήταν. Εκείνος του απάντησε: “Είμαι ο Μοαμέτ Ντερστερντάρ Μπέης, ο παλιός αφέντης του σπιτιού αυτού, στο οποίο με δηλητηρίασαν δόλια κι έτσι έχασα τη ζωή μου. Θέλω να τους συντρίψετε, για να εκδικηθείτε για το θάνατό μου”.
Η μορφή εξαφανίστηκε, όπως και το φως που έκανε το δωμάτιο να λάμπει.
Την επόμενη μέρα, ο Βοναπάρτης διευθέτησε όσες υποθέσεις είχε σε εκκρεμότητα και φρόντισε να πράξει όσα τον συμβούλεψε ο παράξενος, νυχτερινός του επισκέπτης.
Στον επίλογο της επιστολής, ο Ναπολέων αναρωτιόταν αν αυτά που είχε βιώσει ήταν πραγματικά ή αποκυήματα της φαντασίας του κατά τη διάρκεια του αβάσταχτου πόνου του.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ”, στις 18/07/1924
ΠΗΓΗ https://strangepress.gr/2016/05/13/to-fantasma-toy-napoleonta/