Οι Δρύοπες και τα «Δρακόσπιτα» της Εύβοιας
Οι Δρύοπες και τα «Δρακόσπιτα» της Εύβοιας

Στην περιοχή της νότιας Εύβοιας εντοπίζονται αρκετές αρχαίες μεγαλιθικές κατασκευές, όπως τα μυστηριώδη κτίσματα που αποκαλούνται «Δρακόσπιτα», αλλά και οχυρώσεων με ογκώδη λιθοδομή, με εμφαντικά παραδείγματα τις ακροπόλεις της Δύστου και των Στυρών.

Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί πλείστες θεωρίες σχετικά με τους δημιουργούς αυτών των κυκλώπειων οικοδομημάτων, πολλές από τις οποίες εμπίπτουν στην σφαίρα της φαντασίας. Ωστόσο, από την ενδελεχή έρευνα των πρωτογενών ιστορικών πηγών, συνάγεται ότι περί τα μέσα της Υστεροελλαδικής εποχής (ΥΕ, 1600 – 1100 π.Χ.) το νότιο τμήμα της νήσου είχε εποικιστεί από τους Δρύοπες, με την παρουσία τους να είναι διαχρονική σε ολόκληρη την περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρώντας ότι η πολιτιστική επίδραση τους είχε γενεσιουργό ιδιοσυγκρασία για τον τόπο, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίσουμε την προέλευση και την γεωγραφική ανάπτυξη αυτών των προγονικών κατοίκων της Εύβοιας, που αναμφίβολα ανέγειραν εκείνα τα καταπληκτικά μνημεία, αποκλείοντας στο τέλος όλες τις άλλες προτεινόμενες περιπτώσεις.

Η ιστορία και η μυθολογία των Δρυόπων

Οι Δρύοπες υπήρξαν αρχέγονο πρωτοελληνικό φύλο[1], που εκτιμάται πως είχε συγγενικούς δεσμούς τόσο με τους Πελασγούς, όσο και με τους Δόλοπες.

Η ετυμολογία του ονόματος τους προκύπτει από την λέξη «Δρυς», όπως αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες γενικότερα όλα τα δέντρα, εξού και το παράγωγο δρυμός (δάσος), φανερώνοντας κατά κάποιο τρόπο τον στενό δεσμό τους με την φύση. Η πατρογονική κοιτίδα των Δρυόπων οριοθετούνταν στην ορεινή δασωμένη περιοχή ανάμεσα στα όρη Οίτη και Παρνασσός, η οποία στην απώτερη αρχαιότητα ονομάζονταν Δρυοπίς, επεκτεινόμενη ενδεχομένως και μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού[2]. Ως γενάρχη τους τιμούσαν τον Δρύοπα (Δρύοψ), γιό του ποτάμιου Θεού Σπερχειού και της Πολυδώρας, μιάς από τις 50 κόρες του βασιλιά του Άργους Δαναού[3].

Ο Δρύοψ υπήρξε ο πρώτος άνακτας του Δρυοπικού βασιλείου στην περιοχή της Οίτης και είχε αποκτήσει τρία παιδιά: τον Κραγαλέα, τον Θειοδάμαντα και τη Δρυόπη. Η τελευταία, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση, έβγαζε καθημερινά το κοπάδι των προβάτων του πατέρα της στους βοσκότοπους της Οίτης. Στην ποιμενική απασχόληση της η Δρυόπη συντροφεύονταν πάντα από τις νύμφες Αμαδρυάδες[4], οι οποίες της επέτρεπαν να παίζει μαζί τους, την μάθαιναν να υμνεί τους Θεούς και την μυούσαν στους μυστικιστικούς χορούς τους. Μια μέρα την αντίκρισε να χορεύει ο Θεός Απόλλωνας και την ερωτεύτηκε. Για να την κατακτήσει μεταμορφώθηκε αρχικά σε χελώνα. Μόλις όμως, η Δρυόπη πήρε με τρυφερότητα το ζώο στην αγκαλιά της, ο Θεός μεταβλήθηκε σε φίδι. Τότε, οι Αμαδρυάδες φοβήθηκαν και έφυγαν τρέχοντας. Έτσι, ο Απόλλωνας απομόνωσε την πριγκιποπούλα και την αποπλάνησε. Ύστερα από το απροσδόκητο περιστατικό, η Δρυόπη επέστρεψε τρομαγμένη στο μέγαρο του πατέρα της, χωρίς να αναφέρει σε κανένα αυτό που της είχε συμβεί. Κατόπιν παντρεύτηκε τον Ανδραίμονα, όντας ήδη έγκυος και γέννησε ένα παιδί τον Άμφισσο, που ουσιαστικά τον είχε αποκτήσει από την αθέμιτη ένωση της με τον Απόλλωνα.

Ο Άμφισσος με την πάροδο του χρόνου έγινε ο βασιλιάς των Δρυόπων και έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Οίτη, στις πλαγιές του ομώνυμου όρους[5]. Επίσης, μαθαίνοντας από την μητέρα του ότι πραγματικός πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας ανέγειρε ένα ναό αφιερωμένο στον Θεό κοντά στην νεόδμητη πόλη. Σε μία από τις επισκέψεις της Δρυόπης στο ναό, την άρπαξαν οι Αμαδρυάδες και την μετέτρεψαν σε αθάνατη νύμφη. Στο σημείο της απαγωγής οι νύμφες έκαναν να φυτρώσει μια λεύκα και να αναβλύσει μια πηγή, ως ανάμνηση της αγαπημένης τους Δρυόπης. Μετά από το αναπάντεχο γεγονός, ο Άμφισσος καθιέρωσε αγώνες δρόμου προς τιμήν των Αμαδρυάδων, από τους οποίους όμως αποκλείστηκαν οι γυναίκες, διότι δύο παρθένες κοπέλες είχαν φανερώσει την αρπαγή της μητέρας του και κατόπιν είχαν μεταμορφωθεί σε έλατα.

Ο Ηρακλής και οι Δρύοπες

Η απαρχή του Δρυοπικού βασιλείου στην Στερεά Ελλάδα, προσδιορίζεται χρονικά ανάμεσα στο 1380 με 1350 π. Χ., με δεδομένο ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ηγεμονικών διαδοχών ο Δαναός, προπάτορας εκ μητρός του Δρύοπα, βασίλεψε στο Άργος περί τα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ..

Στην ίδια περίοδο ανάγεται και η βασιλεία του Λυκάονα στην Αρκαδία, ο οποίος υπήρξε ο προπάτορας του Δρύοπα κατά την δεύτερη γενεαλογική εκδοχή, ενισχύοντας την εκτιμώμενη χρονολόγηση. Στην αναγωγή αυτή συνηγορεί και η επίθεση του Ηρακλή εναντίον των Δρυόπων, τρεις γενεές μετά τον πρώτο βασιλιά τους, με το σκεπτικό ότι η ιστορική φυσιογνωμία του πανελλήνιου ήρωα τοποθετείται γύρω στο 1250 π.Χ. και πως στην αρχαιότητα μία γενεά προσμετρούνταν 30 με 33 χρόνια. Η σύγκρουση και τα επακόλουθα της καταγράφονται από τον αρχαίο ιστορικό Διόδωρο τον Σικελιώτη (1ος αιώνας π. Χ.) στο τέταρτο βιβλίο του, όπου έχει συρράψει όλους τους θρύλους σχετικά με τον Ηρακλή και επαναλαμβάνεται κάπως λεπτομερέστερα από τον Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.) στο κεφάλαιο των «Μεσσηνιακών» για την αρχαία Ασίνη, από το έργο του «Ελλάδος Περιήγησις».

Σύμφωνα με τον Διόδωρο: «ο βασιλιάς των Δρυόπων Φύλας παρανόμησε πασιφανώς απέναντι στο ιερό των Δελφών. Τότε ο Ηρακλής εκστράτευσε μαζί με Μηλιείς (Μαλιείς) και φόνευσε τον βασιλιά των Δρυόπων. Έπειτα, εκδίωξε τους κατοίκους από την χώρα και την παρέδωσε στους Μηλιείς. Ο ίδιος αιχμαλώτισε την θυγατέρα του Φύλαντα, από την οποία απέκτησε ένα γιό, τον Αντίοχο. Από τους Δρύοπες που αποπέμφθηκαν, κάποιοι έφτασαν στην Εύβοια και έκτισαν την πόλη Κάρυστο, ενώ άλλοι έπλευσαν προς την νήσο Κύπρο, όπου αναμείχθηκαν με τους γηγενείς κατοίκους και διέμειναν εκεί. Οι υπόλοιποι Δρύοπες κατέφυγαν στον Ευρυσθέα (βασιλιά των Μυκηνών και της Τίρυνθας), ο οποίος τους βοήθησε εξαιτίας της έχθρας που έτρεφε προς τον Ηρακλή και με την αρωγή του ίδρυσαν στην Πελοπόννησο τρεις πόλεις, την Ασίνη, την Ερμιόνη και την Ηιόνα».

Στην παραπάνω αφήγηση του Διόδωρου, απαιτείται να διευκρινιστεί σημειολογικά ότι ο Φύλας φέρεται να πραγματοποίησε ένα συμπόσιο στο ιερό τέμενος των Δελφών, διαπράττοντας ένα ασεβές ατόπημα. Οι δε Μηλιείς ή Μαλιείς, οι συμπολεμιστές του Ηρακλή, προέρχονταν από την Αρκαδική κώμη Μαλέα, νοτίως της Μεγαλόπολης, και κατ’ αντιστοιχία η περιοχή τους αποκαλούνταν «Μαλεάτις χώρα»[6]. Όταν τους παραχωρήθηκε η επικράτεια των Δρυόπων, εγκαταστάθηκαν μόνιμα κυρίως γύρω από την κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού και από αυτούς προέκυψε η σημερινή ονομασία του Μαλιακού κόλπου[7].

Η διασπορά των Δρυόπων

Οι εκτοπισμένοι Δρύοπες διεσπάρησαν κατά ομάδες και εκτός από την Πελοπόννησο, την Κύπρο και την νότια Εύβοια, μετακινήθηκαν επίσης προς τις Κυκλάδες νήσους, αποικίζοντας ιδιαίτερα την Κύθνο, στην οποία έδωσαν το όνομα Δρυοπίς, από τον ομώνυμο αρχηγό τους και ίσως να πέρασαν και από την ανατολική Αττική.

Ένας άλλος κλάδος τους μετέβηκε πιθανότατα στο νότιο τμήμα της Ηπείρου, όπου ίδρυσαν την πόλη Δρυς και η τοποθεσία επονομάστηκε επίσης Δρυοπίς, καθώς και την πόλη Αμβρακία, στην θέση της σημερινής Άρτας, όμως ενδεχομένως σταδιακά να συγχωνεύτηκαν με τους εκεί κατοικούντες Δόλοπες, δημιουργώντας την εντύπωση περί ταύτισης των δύο συγγενικών πρωτοελληνικών φύλων μεταξύ των νεότερων μελετητών.

Ο Παυσανίας δίνει περισσότερες πληροφορίες για την αναγκαστική μετοικεσία των Δρυόπων, που συμπληρώνουν τα όσα εξιστορεί ο Διόδωρος Σικελιώτης. Η σχετική διήγηση του επιμελούς περιηγητή έχει ως εξής: «Οι Ασιναίοι αρχικά κατοικούσαν περί τον Παρνασσό και ήταν όμοροι με τους Λυκωρίτες. Αυτοί είχαν το όνομα Δρύοπες από τον οικιστή τους, το οποίο διέσωσαν και στην Πελοπόννησο. Ύστερα από την τρίτη γενεά, όταν βασίλευε ο Φύλας, οι Δρύοπες νικήθηκαν σε μάχη από τον Ηρακλή και προσάχθηκαν στους Δελφούς ως ανάθημα για τον Απόλλωνα. Έπειτα αναχώρησαν στην Πελοπόννησο, κατόπιν χρησμού που έδωσε ο Θεός στον Ηρακλή, και εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Ασίνη, παρά την Ερμιόνη. Από εκεί αποπέμφθηκαν από τους Αργείους και κατοίκησαν στη Μεσσηνία, κατά παραχώρηση των Λακεδαιμονίων, ενώ οι Μεσσήνιοι που επανήλθαν μετά από χρόνια, δεν προέβηκαν σε καμία ενέργεια για να τους διώξουν από την πόλη τους. Οι ίδιοι οι Ασιναίοι λένε για τους εαυτούς τους τα εξής: ομολογούν πως νικήθηκαν σε μάχη από τον Ηρακλή και πως αλώθηκε η πόλη τους στον Παρνασσό, χωρίς να παραδέχονται ότι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στον Απόλλωνα, παρά όταν καταλαμβάνονταν το τείχος από τον Ηρακλή, εκείνοι απήλθαν από την πόλη και διέφυγαν στις ακρώρειες του Παρνασσού. Ύστερα διαπεραιώθηκαν με πλοία στην Πελοπόννησο και έγιναν ικέτες του Ευρυσθέα, ο οποίος επειδή απεχθάνονταν τον Ηρακλή, τους έδωσε την Ασίνη της Αργολίδας. Οι Ασιναίοι είναι οι μόνοι από το γένος των Δρυόπων, που υπερηφανεύονται για το όνομα τους μέχρι και τις ημέρες μας, αντίθετα με τους Ευβοείς, οι οποίοι έχουν τα Στύρα. Είναι λοιπόν και οι Στυρείς εξ’ αρχής Δρύοπες, από αυτούς όμως που δεν συμμετείχαν στην μάχη κατά του Ηρακλή, διότι είχαν τις οικίες τους μακριά από την πόλη. Αλλά οι Στυρείς θεωρούν περιφρονητικό το να καλούνται Δρύοπες, όπως και οι κάτοικοι των Δελφών αποφεύγουν να ονομάζονται Φωκείς. Οι δε Ασιναίοι χαίρονται πάρα πολύ να αποκαλούνται Δρύοπες και είναι πρόδηλο πως τα αγιότατα από τα ιερά τους παραμένουν στην μνήμη τους, εκείνα που ήταν κάποτε ιδρυμένα στον Παρνασσό. Σε αυτούς βεβαίως υπάρχει ναός του Απόλλωνα και ένα ιερό του Δρύοπα με άγαλμα αρχαίο, στον οποίο διεξάγουν παρά έτος τελετή, λέγοντας τον Δρύοπα «παιδί του Απόλλωνα».

Χρήσιμα συμπεράσματα για τους Δρύοπες από τα γραφόμενα του Παυσανία

Οι Δρύοπες και τα «Δρακόσπιτα» της Εύβοιας

Εξετάζοντας προσεκτικά το κείμενο του Παυσανία, είναι δυνατόν να εξαχθούν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Σε αυτό ο Δρύοψ μνημονεύεται ως ο οικιστής της γενιάς του, δηλαδή ουσιαστικά σαν ο επικεφαλής μίας ομάδας εποίκων της συγκεκριμένης τοποθεσίας στην Στερεά Ελλάδα, οι οποίοι προέρχονταν από κάπου αλλού και κατόπιν έλαβαν το όνομα του. Είναι σαφές ότι ο χαρακτηρισμός αυτός, θα πρέπει να αποδοθεί στις μυθολογικές καταβολές των διαφιλονικούμενων μητέρων του Δρύοπα, από τους βασιλικούς οίκους του Άργους ή της Αρκαδίας, μία άποψη που την ασπάζεται ο αρχαίος συγγραφέας παρουσιάζοντας τον έμμεσα ως μέτοικο. Επίσης, αναφέρεται πως οι Δρύοπες διέμεναν σε κάποιο μέρος περί το όρος Παρνασσός, πριν τον μαζικό εκπατρισμό τους από τον Ηρακλή, χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς η γεωγραφική έκταση της χώρας τους. Όμως, από την ένδειξη της γειτνίασης τους με τους Λυκωρίτες, οι οποίοι ήταν οι πανάρχαιοι κάτοικοι του κυρίως ορεινού όγκου του Παρνασσού[8], γίνεται αντιληπτό ότι η επικράτεια των Δρυόπων σχηματίζονταν πιο βόρεια, πλησιέστερα προς το όρος Οίτη, όπως είναι ευρύτερα αποδεκτό ανάμεσα στους ιστορικούς ερευνητές. Κατά πάσα πιθανότητα, η βορειοδυτική απόληξη του συγκεκριμένου όρους αποτελούσε το νότιο σύνορο της, περίπου εκεί που βρίσκεται σημερινή κωμόπολη της Γραβιάς, αν συνυπολογίσουμε ότι όλες οι αρχαίες πόλεις της Παρνασσίδας κάτω από αυτό το ύψος καταγράφονται από τον Παυσανία στην περιφέρεια της Φωκίδας και των Οζόλων Λοκρών, ενώ δεν γίνεται καμία απολύτως μνεία για πρότερη κατοίκηση τους από Δρύοπες. Αν και ο σπουδαίος περιηγητής φαίνεται να είχε επισκεφτεί και την γειτονική περιοχή της Δωρίδας, που είχε αντικαταστήσει σαν ιστορική ονομασία το παλαιότερο τοπωνύμιο της Δρυοπίδας, δυστυχώς απεβίωσε περί το 180 μ.Χ., δίχως να προλάβει να συγγράψει τις εντυπώσεις από το οδοιπορικό του σε ξεχωριστό βιβλίο, ούτε ένας άλλος λόγιος αξιοποίησε τις σημειώσεις του. Έτσι, χάθηκαν πολύτιμες πληροφορίες για τα μνημεία και τις παραδόσεις εκείνων των πόλεων, στις οποίες ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνονταν και κάποια στοιχεία για τους Δρύοπες, αφού οι γενεαλογικές ρίζες τους ξεκινούσαν από αυτά τα εδάφη. Το ίδιο ισχύει και για την νήσο Εύβοια, στην οποία εικάζεται ότι είχε περιοδεύσει ο Παυσανίας και όπου στον νότιο τμήμα της εγκαταστάθηκε μετέπειτα μία μεταναστευτική ομάδα του υπόψη πρωτοελληνικού φύλου, κατασκευάζοντας τα σωζόμενα ακόμα μεγαλιθικά οικοδομήματα, όπως τα «Δρακόσπιτα» και διάφορες οχυρώσεις.

Που βρισκόταν η Δρυοπική μητρόπολη;

Όσον αφορά την πόλη των Δρυόπων που αλώθηκε από τον Ηρακλή, ο Παυσανίας αφηγείται πως βρίσκονταν στον Παρνασσό, σε αντιδιαστολή με την μυθολογική εκδοχή που θέλει τον γιό της Δρυόπης Άμφισσο να την ίδρυσε πλησίον του όρους Οίτη, δίνοντας σε αυτή το ίδιο όνομα με το όρος.

Ποια ήταν λοιπόν η πραγματική θέση της Δρυοπικής μητρόπολης; Ίσως θα πρέπει να την αναζητήσουμε κάπου ενδιάμεσα. Κοντά στην είσοδο του ορεινού οικισμού Οινοχώριον Φωκίδος, περίπου οκτώ χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Γραβιάς, διακρίνονται λείψανα αρχαίας πόλης με ισοδομικό τείχος, που πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με την Δρυοπική πολίχνη. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε απόσταση περίπου έξι χιλιομέτρων από εκεί υπάρχει το σημερινό χωριό της Οίτης, ενισχύοντας έστω και φιλολογικά την υπόψη περίπτωση, ελλείψει άλλων αδιαφιλονίκητων ενδείξεων[9]. Η περιοχή του Οινοχωρίου τοπογραφικά προσδιορίζεται στις νοτιοανατολικές απολήξεις του όρους Οίτη, εντούτοις κείτεται απέναντι ακριβώς από τα βορειοδυτικά κράσπεδα της οροσειράς του Παρνασσού, στα οποία οι αρχαίοι κάτοικοι κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν ανεγείρει ένα λατρευτικό ιερό. Με βάση αυτά τα αμυδρώς δηλωτικά στοιχεία, είναι δυνατόν να προβούμε στην αρκετά τολμηρή υπόθεση πως οι Δρύοπες κάτοικοι της αρχαίας Μεσσηνιακής Ασίνης, με τους οποίους συνομίλησε ο Παυσανίας, ύστερα από εκατοντάδες χρόνια εκτοπισμού από τις πατρογονικές εστίες τους, είχαν παραδόξως διατηρήσει ως ανάμνηση της μακρινής καταγωγής τους το όρος Παρνασσός, για κάποιο άγνωστο λόγο σκοπιμότητας.

Παρακολουθώντας την μετοικεσία των Δρυόπων μέσα από τις διηγήσεις των δύο αρχαίων συγγραφέων, διαπιστώνεται ότι το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα τους είχε την θαλάσσια κατεύθυνση εποικισμού από την νότια Εύβοια προς την ανατολική Αργολίδα, ενώ στην πορεία ένα τμήμα τους σταμάτησε στο νησί της Κύθνου και ίσως στην ανατολική Αττική. Όσοι κατέληξαν στην Πελοπόννησο ίδρυσαν τέσσερις παράκτιες πόλεις, με την συγκατάθεση του βασιλιά Ευρυσθέα. Την Ερμιόνη στο ακρωτήριο Καστρί του όρμου Κάπαρι επί της νοτιοανατολικής ακτής της Αργολίδας, τον Μάσητα (Μάσης) στον όρμο της Κοιλάδας Κρανιδίου, την Ασίνη στον κόλπο του Τολού Ναυπλίου και την Ηιόνα (Ηιόνες), η θέση της οποίας παραμένει αταύτιστη περί τα ανατολικά παράλια της Τροιζηνίας, απέναντι από το νησί του Πόρου, αλλά δεν είναι απίθανο να βρίσκονταν στην αντίθετη πλευρά, κοντά στο σημερινό χωριό Δρυόπη Τροιζηνίας, που έχει κληρονομήσει την ονομασία του από το πρωτοελλαδικό φύλο, διατηρώντας ανεξίτηλη την προαιώνια παρουσία του στην ευρύτερη περιοχή. Στην συνέχεια, θα εστιάσουμε στις ιστορικές αναφορές για τους Δρύοπες που εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, καθώς αποτελούν το κύριο διερευνητικό θέμα της παρούσας πραγματείας.

Οι Δρύοπες της Εύβοιας

Οι Δρύοπες που κατέληξαν στην Εύβοια περί τα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ., μετά την εκδίωξη τους από τον Ηρακλή, εποίκισαν το νότιο τμήμα της, ιδρύοντας τις πόλεις Κάρυστο, Στύρα και Δύστο.

Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για την πρώιμη δραστηριότητα των Δρυόπων, αλλά φαίνεται ότι εξαπλώθηκαν από την λίμνη της Δύστου έως τις νοτιοανατολικές ακτές της Εύβοιας, θεμελιώνοντας πιθανότατα και άλλες αρχαίες πολίχνες, όπως η Ζάρητρα στην τοποθεσία του σημερινού χωριού Ζαρακάς, η Γεραιστός περί τον παραλιακό οικισμό Καστρί Πλατανιστού και το οικιστικό σύνολο της Αρχάμπολης νοτίως του ακρωτήριου του Καφηρέα, το οποίο ταυτίζεται πλέον από τους αρχαιολόγους με το Ομηρικό πόλισμα των Αιγών (Αιγαί)[10]. Το ανεξίτηλο στίγμα της παρουσίας των Δρυόπων στην νότια Εύβοια αποτυπώνεται στις σωζόμενες επιβλητικές μεγαλιθικές οχυρώσεις και στα επονομαζόμενα «Δρακόσπιτα», φανερώνοντας πως οι δημιουργοί τους κατείχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την κατασκευή τους, η οποία απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις και την χρήση εξελιγμένων ανυψωτικών μηχανών.

Η εύλογη αυτή διαπίστωση είναι από μόνη της αρκετή για να αναιρέσει τους άκρως εμπαθείς και ανυπόστατους χαρακτηρισμούς, που έχουν αποδοθεί σε αυτούς ως ληστρικό και βαρβαρικό λαό και αναπαράγονται από κάποιους επιπόλαιους ιστοριοδίφες[11]. Το γεγονός της μετακίνησης των Δρυόπων με πλοία κατά την αποδημία τους από την Στερεά Ελλάδα καταδεικνύει πασιφανώς ότι διέθεταν ναυτικές ικανότητες και μέσα ναυσιπλοΐας μεγάλων αποστάσεων καθώς και επαρκούς χωρητικότητας, αποτελώντας άλλη μία ακλόνητη απόδειξη για τον προηγμένο πολιτισμό τους. Επιπρόσθετα, πιστοποιεί ότι η πατρογονική επικράτεια τους επεκτείνονταν και σε ολόκληρη την κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού, μέχρι την αρχαία ακτογραμμή του σημερινού Μαλιακού κόλπου, λαμβάνοντας υπόψη την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ναυστάθμου για τον ελλιμενισμό του στόλου τους.

Οι Δρύοπες στον Τρωικό πόλεμο

Εκτός των άλλων, η ακραιφνής Ελληνικότητα των Δρυόπων δηλώνεται απερίφραστα από την συμμετοχή τους στον Τρωικό πόλεμο, που τοποθετείται με κάθε επιφύλαξη στα 1194 – 1184 π. Χ., με το συνασπισμό των Αχαιών – Πανελλήνων.

Στον κατάλογο των πλοίων που συγκροτούσαν τον εκστρατευτικό στόλο και συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα πριν αποπλεύσουν για την εκστρατεία κατά της Τροίας και ο οποίος παρατίθεται στην «Ιλιάδα» του Ομήρου, καταγράφονται και οι έξι κυριότερες πόλεις των Δρυόπων. Η Ασίνη, η Ερμιόνη, η Ηιόνα και ο Μάσης συμπαρατάχθηκαν με τις δυνάμεις του Άργους, υπό την γενική αρχηγία του Διομήδη. Η Κάρυστος και τα Στύρα έλαβαν μέρος μαζί με τις άλλες Ευβοϊκές πόλεις με κοινό ηγέτη τον Ελεφήνορα, τον βασιλιά των Αβάντων, του ισχυρότερου εθνοτικού φύλου που κυριαρχούσε στο μεσαίο τμήμα της νήσου εκείνη την περίοδο. Οι Δρύοπες λοιπόν, ήταν αποδεκτοί ως ομοεθνείς από τα υπόλοιπα Ελληνικά γένη, μιλώντας την ίδια γλώσσα και έχοντας αυτόχθονα συνείδηση και κοινές θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Η ζωή μετά τον πόλεμο

Ύστερα από τον Τρωικό πόλεμο, οι Δρύοπες της νότιας Εύβοιας δεν φαίνεται να ενεπλάκησαν σε ανταγωνιστικές συγκρούσεις με άλλες Ελληνικές πόλεις.

Ζούσαν μάλλον ειρηνικά στην απομονωμένη και δύσβατη επικράτεια τους, απασχολούμενοι με αγροτικές εργασίες, την αλιεία και ίσως με το ναυτικό εμπόριο. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχουν ιστορικές πληροφορίες για τις αρχαίες πόλεις τους, μέχρι και την περίοδο των Μηδικών πολέμων τον 5ο αιώνα π.Χ.. Μόνο ένα σοβαρό περιστατικό μίας αιφνιδιαστικής επιδρομής στην Κάρυστο, παρατίθεται συνοπτικά από τον λόγιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο (820 – 891/898) στο επίτομο έργο του «Βιβλιοθήκη». Γύρω στον 10ο με 9ο αιώνα π.Χ., ξέσπασε σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους δύο διάδοχους του βασιλικού θρόνου της Μιλήτου, τους Λεωδάμαντα και Φίτρη. Αμφότεροι διεκδικούσαν την εξουσία, καθόσον ήταν εξάδελφοι και κατάγονταν από το βασιλικό γένος των Νηλειδών, δηλαδή ήταν απόγονοι του Νηλέα, του δευτερότοκου γιού του βασιλιά των Αθηνών Κόδρου (1089 – 1068 π. Χ.), ο οποίος επανίδρυσε την Μίλητο περί το 1050 π.Χ..

Η λύση της φιλονικίας των δύο άσπονδων συγγενών αποφασίστηκε να δοθεί μέσω μίας πρωτότυπης αναμέτρησης των ικανοτήτων τους. Ο καθένας τους θα οδηγούσε από ένα στρατιωτικό σώμα εναντίον δύο πολιτειών, με τις οποίες η Μίλητος διατηρούσε εχθρικές σχέσεις. Μετά από κλήρωση, ο Φίτρης εκστράτευσε κατά της Μήλου επιστρέφοντας άπρακτος. Ο δε Λεωδάμας επιτέθηκε στην Κάρυστο και κατάφερε να την αλώσει και να εξανδραποδίσει τους κατοίκους της, λαμβάνοντας για το ανδραγάθημα του τον τίτλο του βασιλιά της Μιλήτου. Το ένα δέκατο από τα λάφυρα το προσέφερε ως ανάθημα στο μαντείο των Βραγχίδων, στα οποία συγκαταλέγονταν και μία αιχμάλωτη γυναίκα από την Κάρυστο μαζί με το βρέφος της. Το παιδί ανατράφηκε από τον ιερέα Βράγχο και όταν έφτασε πια στην κατάλληλη ηλικία χρίστηκε από τον ίδιο ως «άγγελος μαντευμάτων», δίνοντας του το όνομα Ευάγγελος. Ο νεαρός Καρύστιος κατέστη διάδοχος του Βράγχου στο μαντείο και γενάρχης των Ευαγγελιδών στην Μίλητο[12]. Με βάση τα εθνολογικά δεδομένα, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η αιχμάλωτη γυναίκα από την Κάρυστο ήταν Δρυοπικής καταγωγής και εντελώς ανέλπιστα ο Δρύοπας γιος της, Ευάγγελος, εξελίχθηκε σε ένα από τα πλέον σημαίνοντα πρόσωπα της Μικρασιατικής πόλης.

Οι Δρύοπες στο Ληλάντιο πόλεμο

Περί τα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ., η Εύβοια συνταράσσεται από τον μεγάλο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας για τον έλεγχο του εύφορου Ληλάντιου πεδίου.

Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, η αδελφοκτόνα σύγκρουση έλαβε διευρυμένες διαστάσεις και ο Ελληνικός κόσμος διαχωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Όμως οι γνωστοί ονομαστικά σύμμαχοι των δύο αντιμαχόμενων πόλεων είναι ελάχιστοι και από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μπορούμε να συμπεράνουμε αν συμμετείχαν και με ποια παράταξη συντάχθηκαν οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας. Είναι πολύ πιθανό να πήραν το μέρος των Χαλκιδαίων, λόγω της παλαιότερης έχθρας της Καρύστου με την Μίλητο, η οποία συμπαρατάσσονταν με την Ερέτρια. Έτσι, θα βρέθηκαν με την πλευρά των νικητών, αλλά αυτό ίσως επέφερε την υποβόσκουσα εμπάθεια των ηττημένων Ερετριέων, που μελλοντικά θα επεδίωκαν να τις εξουσιάσουν.

Η ανάμιξη των Δρυόπων στην πρώτη Περσική εισβολή

Οι Δρύοπες και τα «Δρακόσπιτα» της Εύβοιας

Στους Μηδικούς πολέμους οι Ευβοείς Δρύοπες αρχικά εξαναγκάστηκαν να υποταχθούν στους Πέρσες και αργότερα διχάστηκαν.

Πριν από την κρίσιμη μάχη του Μαραθώνα τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ., ο Περσικός στόλος κατέπλευσε στην Κάρυστο με αρχηγούς τους στρατηγούς Δάτη και Αρταφέρνη, με σκοπό να επιτεθεί πρώτα στην Ερέτρια και έπειτα να εισβάλει στην Αττική και να καταλάβει την Αθήνα. Οι βάρβαροι ζήτησαν από τους Καρύστιους να συστρατευτούν μαζί τους και να τους παραδώσουν ως ομήρους τα παιδιά τους, μία πρακτική που εφάρμοσαν και στα νησιά των βορείων Κυκλάδων μετά τον απόπλου τους από τη Δήλο, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα νώτα τους, εν όψει των σχεδιαζόμενων επιχειρήσεων. Όταν οι Καρύστιοι αρνήθηκαν να στρατολογηθούν εναντίον γειτονικών πόλεων, οι Πέρσες πολιόρκησαν την πόλη και λυμαίνονταν την υπόλοιπη Δρυοπική χώρα, υποχρεώνοντας τους να ενδώσουν στην εχθρική θέληση, ενώ εκτιμάται ότι σε ανάλογο συμβιβασμό εξαναγκάστηκαν και τα Στύρα μαζί με τη Δύστο. Κατόπιν εφόρμησαν εναντίον της Ερέτριας, την οποία κατέλαβαν ύστερα από προδοσία και τη λεηλάτησαν αγρίως. Πολλοί κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και συγκεντρώθηκαν στο νησί της Αιγίλιας (Στύρα), απέναντι από τα σημερινά Νέα Στύρα, από όπου οι Πέρσες τους μετέφεραν ως υπόδουλους στα Σούσα, κατά την εσπευσμένη αναχώρηση τους από την Ελλάδα, μετά την σαρωτική ήττα τους από τους Αθηναίους στην μάχη του Μαραθώνα.

Η εμπλοκή των Δρυόπων στη δεύτερη Περσική επίθεση

Ύστερα από δέκα χρόνια, περί τον Αύγουστο του 480 π. Χ., οι πολυεθνικές ορδές των Περσών με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά Ξέρξη, κατακλύζουν τον Ελλαδικό χώρο.

Τότε έλαβε χώρα η επική μάχη των Θερμοπυλών, ενώ ταυτόχρονα στην θάλασσα διεξάγονταν η αμφίρροπη ναυμαχία στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Αρτεμίσιον της βόρειας Εύβοιας. Τον Ελληνικό στόλο συνέδραμαν τα Στύρα με δύο πολεμικά πλοία, την ώρα που η Κάρυστος αδρανούσε αναμένοντας την έκβαση των επιχειρήσεων. Η ενότητα των Δρυόπων της νότιας Εύβοιας είχε διασπαστεί. Στις Θερμοπύλες τα Ελληνικά όπλα με προεξάρχοντες τους 300 Σπαρτιάτες υπό τον θρυλικό βασιλιά Λεωνίδα έγραψαν σελίδες απαράμιλλης δόξας και αυτοθυσίας, αλλά η μάχη εναντίον του υπέρογκου Περσικού στρατεύματος ήταν εκ προοιμίου άνιση και μοιραία γνώρισαν μία θριαμβευτική ήττα. Στο δε Αρτεμίσιο ο Ελληνικός στόλος αποχώρησε για τη Σαλαμίνα με μεγάλες απώλειες, έχοντας επιφέρει βαρύ πλήγμα στην εχθρική αρμάδα.

Οι Δρύοπες της Καρύστου Μηδίζουν

Στη συνέχεια ο στρατός του Ξέρξη προέλασε ανενόχλητος προς την Αττική και κατέλαβε την Αθήνα. Εκείνες τις δραματικές στιγμές, οι πολίτες της Καρύστου επιλέγουν να προσχωρήσουν στο πλευρό των Περσών, ενισχύοντας με πλοία των εχθρικό στόλο, καθώς εκτιμούσαν ότι όλα πλέον είχαν κριθεί.

Ωστόσο, οι Έλληνες βγαίνουν νικητές από την συγκλονιστική ναυμαχία της Σαλαμίνας και αλλάζουν άρδην την τακτική κατάσταση. Στην ναυτική σύρραξη συμμετείχαν και πάλι τα Στύρα με δύο πολεμικά πλοία. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος, περιγράφοντας την συγκρότηση του Ελληνικού στόλου στο βιβλίο Θ’ των «Ιστοριών» του, αναφέρει σαφέστατα τους Στυρείς ως Δρυοπικό λαό μαζί με τους Κύθνιους και επιπλέον απονέμει τον ίδιο εθνολογικό προσδιορισμό στους Ερμιονείς και Ασιναίους, όταν μνημονεύει την σύνθεση των Πελοποννησιακών χερσαίων δυνάμεων του Συνεδρίου των Ελλήνων, που είχαν οχυρωθεί στον Ισθμό της Κορίνθου για να δώσουν τον ύστατο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών.

Η εκδίκηση του Θεμιστοκλή

Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο εμπνευστής της νίκης, Θεμιστοκλής, αποφάσισε να τιμωρήσει τα Ελληνικά νησιά που συντάχθηκαν με τον εχθρό, μάλλον σε μία προσπάθεια να απεξαρτηθούν από τον έλεγχο της ανερχόμενης Αθήνας.

Κοντά σε αυτές, θα πλήρωνε και η Κάρυστος πολύ ακριβά τον «μηδισμό» της. Υπό το πνεύμα μίας μισαλλόδοξης αντεκδίκησης, αλλά και από ιδιοτελή κίνητρα, ο θριαμβευτής Αθηναίος στρατηγός έστειλε απειλητικά μηνύματα στα νησιά απαιτώντας την καταβολή χρημάτων για να μην τους επιτεθεί, εν αγνοία των υπόλοιπων στρατηγών. Η Άνδρος ήταν η πρώτη που αρνήθηκε και μοιραία πολιορκήθηκε. Το άκουσμα αυτής της εξέλιξης τρομοκράτησε τους Καρύστιους και τους Πάριους, οι οποίοι απέστειλαν στον Θεμιστοκλή μεγάλα χρηματικά ποσά, κάτι που ενδεχομένως έπραξαν και άλλοι νησιώτες. Η δε Πάρος κατάφερε να αποφύγει την επίθεση, όχι όμως και η Δρυοπική πόλη της νότιας Εύβοιας. Όταν ο Θεμιστοκλής διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κυριεύσει την Άνδρο, στράφηκε εναντίον της Καρύστου και αφού την λεηλάτησε, γύρισε με τον στόλο στη Σαλαμίνα. Ακόμα στο πλαίσιο του «μηδισμού» των Καρύστιων, δημιουργήθηκε μετέπειτα η φήμη πως δεν ήταν ο Εφιάλτης αυτός που πρόδωσε τους Έλληνες στις Θερμοπύλες, αλλά ο Ονήτης, ο γιός του Φαναγόρου από την Κάρυστο μαζί με τον Κορυδαλλό από την Αντίκυρα, χωρίς όμως να γίνει ευρέως πιστευτή.

Η συμβολή των Δρυόπων στη μάχη των Πλαταιών

Το καλοκαίρι του 479 π. Χ., ο Μαρδόνιος με το πολυπληθές Περσικό στράτευμα διασχίζει την Βοιωτία με κατεύθυνση την Αθήνα.

Παράλληλα, ο στρατός του Συνεδρίου των Ελλήνων με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία, κινήθηκε για να τον αναχαιτίσει, φθάνοντας στις βόρειες πλαγιές του όρους Κιθαιρών. Ακολούθησε η καθοριστική μάχη των Πλαταιών, στην οποία οι συνασπισμένοι Έλληνες οπλίτες κατήγαγαν μία μεγαλειώδη νίκη, αναγκάζοντας τους Πέρσες να αποσυρθούν οριστικά από την κυρίως Ελλάδα. Στην σύνθεση της Ελληνικής παράταξης, ανάμεσα στους Ερμιονείς και στους Χαλκιδαίους, συγκαταλέγονταν και ένα τμήμα 600 οπλιτών από τα Στύρα και την Ερέτρια, στους οποίους αντιστοιχούσε από ένας ελαφρά οπλισμένος βοηθητικός, ανεβάζοντας τον αριθμό των μάχιμων στο διπλάσιο. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, περίπου οι μισοί από αυτούς υπολογίζεται ότι ήταν Δρύοπες Στυρείς πολεμιστές.

Η Αθήνα κηρύσσει πόλεμο στους Δρύοπες της Καρύστου

Στα 478 / 477 π.Χ., η Αθήνα ιδρύει την Συμμαχία της Δήλου, στην οποία προσχωρούν αμέσως τα Στύρα, σε αντίθεση με την Κάρυστο, φανερώνοντας την διχαστική τάση και τον διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό μεταξύ των Δρυόπων της νότιας Εύβοιας.

Όμως, το ισχυρό Αθηναϊκό κατεστημένο δεν θα ανέχονταν την παρουσία μίας πόλεως, που αμφισβητούσε απροκάλυπτα την υπεροχή της και η οποία πρόσφατα είχε συμμαχήσει με τους μισητούς Πέρσες. Περί το 472 π.Χ., οι Αθηναίοι με στρατιωτικό ηγέτη τον Κίμωνα, κηρύσσουν πόλεμο κατά της Καρύστου, με τις υπόλοιπες Ευβοϊκές πόλεις να παραμένουν ουδέτερες. Μάλιστα διεξάχθηκε μία μάχη μεταξύ των εμπολέμων στην αταύτιστη τοποθεσία Κύρνος της Καρυστίας, όπου σκοτώθηκε ο Αθηναίος αθλητής Ερμόλυκος και τάφηκε στην Γεραιστό[13]. Ύστερα από μακρά περίοδο πολιορκίας, οι Καρύστιοι παραδόθηκαν διά συνθήκης και εισήλθαν καταναγκαστικά στην Συμμαχία της Δήλου, με την υποχρέωση της άνευ όρων στρατολόγησης υπέρ των Αθηναίων και την καταβολή υψηλού φόρου. Αρκετοί ιστορικοί ερευνητές εικάζουν πως έπειτα από περίπου δύο δεκαετίες, εγκαταστάθηκαν στην Κάρυστο και στην Νάξο έποικοι από την Αθήνα, βασιζόμενοι στο εξής χωρίο του Διόδωρου Σικελιώτη: «Τολμίδης ο έτερος στρατηγός εις Εύβοιαν παρέλθων άλλοις χιλίοις πολίταις… την των Ναξίων γην διένειμε». Μολονότι αυτή η μετακίνηση χρονολογείται με ασφάλεια στο 453 π.Χ., εντούτοις η φράση στο αρχαίο κείμενο παρουσιάζει ένα συντακτικό κενό, δημιουργώντας ενδοιασμούς ως προς τον τελικό τόπο προορισμού εκείνων των Αθηναίων πολιτών και επιπρόσθετα δεν αναφέρεται σαφώς αν ένα μέρος τους παρέμεινε στην νότια Εύβοια και συγκεκριμένα στην περιοχή της Καρυστίας. Πάντως, αυτή η εκδοχή γίνεται αποδεκτή από κάποιες απορρέουσες ενδείξεις ενός κατοπινού γεγονότος.

Οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας απέχουν από την επανάσταση κατά των Αθηναίων

Οι Δρύοπες και τα «Δρακόσπιτα» της Εύβοιας  Το 446 π.Χ., οι Ευβοϊκές πόλεις επαναστατούν επιχειρώντας να αποτινάξουν την Αθηναϊκή επικυριαρχία, αλλά ο Περικλής καταπνίγει την εξέγερση και εγκαθιστά Αθηναίους κληρούχους σε Χαλκίδα, Ερέτρια και Ιστιαία, οι οποίες δέχονται επαχθείς όρους υποτέλειας.

Στην εξέγερση δεν συνάγεται ότι μετείχαν οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας και ειδικότερα η Κάρυστος και τα Στύρα, που ήταν οι πιο σημαντικές, καθόσον δεν παρατίθεται καμία σχετική πληροφορία. Η συμπεριφορά αυτή εξηγείται μόνο αν δεχτούμε πως είχαν ήδη δεχτεί Αθηναίους εποίκους, με την έννοια της στρατιωτικής φρουράς, οι οποίοι διατήρησαν την καθεστηκυία τάξη. Η διαφαινόμενη πολιτική εξάρτηση τους από την Αθήνα, υποδηλώνεται και από το ότι δεν υπάρχει καμία καταγραφή για την επιβολή κάποιου κολάσιμου επιτιμίου σε αυτές, όπως συνέβηκε με τις σημαίνουσες Ευβοϊκές πόλεις που επαναστάτησαν. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο πως στην ευρύτερη Καρυστία είχε εγκατασταθεί ένα τμήμα από τους Αθηναίους πολίτες, τους οποίους καθοδήγησε ο στρατηγός Τολμίδης το 453 π.Χ., σύμφωνα με την εξιστόρηση του Διόδωρου. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία εποίκων δείχνει να επιβεβαιώνεται από την ανακάλυψη στην Κάρυστο μερικών επιτύμβιων επιγραφών των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ., που εκτιμάται ότι ανήκουν σε κληρούχους από την Αθήνα.

Οι Δρύοπες κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο

Ενδεχομένως, μετά από αυτή την περίοδο τα Στύρα, αλλά και η Δύστος για την οποία τα ιστορικά στοιχεία είναι μηδαμινά, προσδένονται στο άρμα της Ερέτριας και χάνουν την αυτονομία τους.

Θα περάσουν στην σφαίρα επιρροής της, αποτελώντας Ερετριακούς δήμους, ενώ το ιστορικό στίγμα τους γίνεται εξαιρετικά δυσδιάκριτο τους επόμενους αιώνες. Το σχίσμα των Δρυόπων της νότιας Εύβοιας είναι ανεπανόρθωτο. Η Κάρυστος διατήρησε την ανεξαρτησία της, υπό την εποπτική επικυριαρχία της Αθήνας και τάχθηκε υποχρεωτικά στο πλευρό τους κατά τον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό πόλεμο (431/430 – 404 π. Χ.), χωρίς όμως να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο σε όλη την κλίμακα των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, οι Καρύστιοι συνέδραμαν με ένα στρατιωτικό απόσπασμα την Αθηναϊκή δύναμη του στρατηγού Νικία σε μία νικηφόρα επιδρομή εναντίον της Κορίνθου το καλοκαίρι 425 π.Χ., η οποία ήταν ελάσσονος σημασίας. Μετά από δέκα χρόνια, η Κάρυστος και τα Στύρα συνεισέφεραν στην αποτυχημένη Σικελική εκστρατεία (415 – 413 π.Χ.). Ο δε ιστορικός Θουκυδίδης όταν αφηγείται για τους λαούς που ενεπλάκησαν στις Συρακούσες, στα πλαίσια της υπόψη επιχείρησης, κατονομάζει τους Καρύστιους σαφώς ως Δρύοπες. Το 411 π.Χ., το πολίτευμα της Αθήνας μεταβάλλεται σε ολιγαρχικό και η φρουρά της πόλης ενισχύεται μεταξύ άλλων και από 300 Καρύστιους οπλίτες, λόγω έλλειψης στρατευσίμων ανδρών. Ύστερα από εκείνο το έτος, η Κάρυστος μαζί με την Ερέτρια και την Χαλκίδα ιδρύουν το Κοινό των Ευβοέων, σπάζοντας τα δεσμά υποτέλειας των Αθηναίων, καθώς ήταν αναμενόμενη η ήττα τους από τους Λακεδαιμόνιους στον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Ο ήλιος της Βεργίνας ανατέλλει και στη νότιο Εύβοια

Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Ελληνικός κόσμος συνταράσσεται από ένα νέο κυκεώνα εμφύλιων συγκρούσεων, οι οποίες θα σταματήσουν όταν ανατείλει ο ήλιος της Μακεδονικής κυριαρχίας.

Στην μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’ αναδεικνύεται νικητής, επισφραγίζοντας τις προσπάθειες του για ένωση όλων των Ελλήνων. Οι Δρυοπικές πόλεις της νότιας Εύβοιας εντάσσονται βιαίως στο διευρυμένο Μακεδονικό βασίλειο, με πρώτη την Δύστο εναντίον της οποίας εκστρατεύει ο Φίλιππος αμέσως μετά την υποταγή της Ερέτριας, όπως αφηγείται ο ιστορικός ρήτορας Θεόπομπος ο Χίος (380 – 323 / 300 π.Χ.) στο σύγγραμμα του «Φιλιππικά»[14]. Στην μετέπειτα Ελληνιστική περίοδο, ο επεκτατισμός της Ρώμης θα επηρεάσει την εύθραυστη πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της Ελλάδας υπό την εξάρτηση των Μακεδόνων, καταλήγοντας στην οριστική κατάκτηση της χώρας από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 146 π.Χ..

Οι Δρυοπικές πόλεις επί Ρωμαιοκρατίας

Κατά την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, τα Στύρα και η Κάρυστος γνώρισαν μεγάλη οικονομική άνθηση, εξαιτίας της βιομηχανικής λειτουργίας των λατομείων του πρασινόφαιου μαρμάρου, το οποίο ήταν δημοφιλές δομικό υλικό στους αρχιτέκτονες εκείνης της εποχής.

Ο φημισμένος γεωγράφος Στράβων στο έργο του «Γεωγραφικά», μας δίνει μία ανεπαίσθητη εικόνα για τις πόλεις αυτές περί τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. καταγράφοντας: «Η Κάρυστος βρίσκεται κάτω από το όρος Όχη, κοντά είναι τα Στύρα και το Μαρμάριον, όπου υπάρχει το λατομείο των Καρυστίων κιόνων και ιερό του Μαρμαρινού Απόλλωνα. Από εδώ διαπλέει κανείς στις Αραφηνίδες Αλές[15]. Στην δε Κάρυστο φύεται και η λίθος, η οποία ξύνεται και υφαίνεται και από αυτό το συστατικό γίνονται χειρόμακτρα, που μόλις λερωθούν τα ρίχνουν στην φωτιά και καθαρίζουν, παραπλήσια με τα λινά όταν αυτά πλένονται. Τα μέρη αυτά έχουν κατοικηθεί από ανθρώπους προερχόμενους από την Τετράπολη περί τον Μαραθώνα και τους Στειριείς. Τα Στύρα καταστράφηκαν στον Μαλιακό πόλεμο από τον στρατηγό των Αθηναίων Φαίδρο και την χώρα τους κατέχουν οι Ερετριείς. Υπάρχει δε Κάρυστος και τόπος της Λακωνικής, της Αίγυος προς την Αρκαδία, απ’ όπου ο Αλκμάν λέει για Καρύστιο οίνο».

Τα ορυχεία της Καρύστου και η καύση των νεκρών Δρυόπων

Στην διήγηση του Στράβωνα απαιτείται να τονίσουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα σημεία.

Ο αναφερόμενος πυρίμαχος λίθος που επιδέχονταν υφαντικής κατεργασίας είναι φυσικά ο αμίαντος, ο οποίος κρυσταλλώνεται υπό μορφή μακριών ινών, καθιστώντας δυνατή την χρησιμοποίηση του για την παρασκευή κλωστών, υφασμάτων, φύλλων και άλλων προϊόντων, που είναι άκαυστα. Από την φιλοσοφική πραγματεία του Πλούταρχου (45 – 120 μ.Χ.) «Περί Εκλελοιπόντων Χρηστηρίων», πληροφορούμαστε ότι στην εποχή του τα ορυχεία της Καρύστου είχαν σταματήσει την παραγωγή πετρωδών νημάτων[16]. Η καταγραφή αυτή, οδήγησε σχεδόν όλους τους νεότερους μελετητές να θεωρήσουν πως είχαν εξαντληθεί τα κοιτάσματα αμιάντου, πιθανότατα προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.. Όμως, ο μεταγενέστερος Λατίνος συγγραφέας Γάϊος Ιούλιος Σόλινος, που έζησε στον πρώιμο 3ο αιώνα μ.Χ., στο έργο του «Πολυϊστορία» μνημονεύει ότι στην Κάρυστο παράγεται ύφασμα που αντέχει στη φωτιά[17], υποδηλώνοντας την επαναλειτουργία των ορυχείων, μετά από μία προσωρινή παύση στα χρόνια του Πλούταρχου ή την ανεύρεση νέων κοιτασμάτων. Άρα λοιπόν, εκτός της λατόμευσης, οι Καρύστιοι διέθεταν και την τεχνογνωσία της εξόρυξης και επεξεργασίας του αμίαντου, ο οποίος απαντάται ακόμα και σήμερα στην περιοχή εντός σχηματισμών οφίτη (σερπετίνη) λίθου. Έχει διατυπωθεί η άποψη πως η δημιουργία αυτών των ανθεκτικών υφασμάτων στην αρχαιότητα, σχετίζονταν με τον τρόπο καψίματος των νεκρών, που αποτελούσε κατάλοιπο ταφικών εθίμων των Δρυόπων. Η σωρός του θανόντα ατόμου τυλίγονταν από πανί ή λωρίδες αμιάντου, έτσι ώστε να παραμείνουν εντός οι στάχτες μαζί τα οστέινα λείψανα και να μην αναμειχθούν με τα λοιπά υπολείμματα της καύσης. Ωστόσο, με την πρακτική αυτή η πλήρης αποτέφρωση του νεκρού είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα επιτυγχάνονταν, εξαιτίας της πυρίμαχης προστασίας του ιδιότυπου σαβάνου, ενώ είναι πιο λογική η εκδοχή του ανάματος της νεκρικής πυράς πάνω σε ένα υπόστρωμα αμιάντου. Όταν τα τελετουργικά υφάσματα ρυπαίνονταν δεν τα έπλεναν, αλλά τα καθάριζαν ρίχνοντας τα στην φωτιά, στην οποία απέδιδαν εξαγνιστικές ιδιότητες.

Γιατί οι Στυρείς καταφρονούσαν τις Δρυοπικές ρίζες τους

Ο Στράβωνας διατείνεται ότι στα Στύρα και στην Κάρυστο διέμεναν μέτοικοι από την Τετράπολη του Μαραθώνα και τον Αττικό δήμο της Στειρίας[18], εγείροντας ερωτήματα για το πότε και κάτω από ποιες συνθήκες πραγματοποιήθηκε αυτός ο εποικισμός.

Σίγουρα δεν πρέπει να αποτελούσαν το σύνολο του αστικού και αγροτικού πληθυσμού, καθόσον ο μεταγενέστερος Παυσανίας αναφέρει τους Στυρείς ως απαρνημένους Δρύοπες. Ακόμα έχει εκφραστεί η άποψη πως οι έποικοι από τα ανατολικά παράλια της Αττικής ήταν Δρυοπικής καταγωγής, λόγω της παρεμφερούς ονομασίας του αρχαίου δήμου της Στειρίας με τα Ευβοϊκά Στύρα. Ίσως πάλι από αυτή την ανάμειξη να επήλθε κάποια αλλοίωση στην εθνοτική συνείδηση των κατοίκων, με αποτέλεσμα σταδιακά να απολέσουν την φυλετική τους ταυτότητα. Έτσι εξηγείται η αληθινή αιτία που οι Στυρείς καταφρονούσαν τις Δρυοπικές ρίζες τους, οι οποίες εξακολουθούσαν να τους αποδίδονται στον 2ο αιώνα μ.Χ., όπως αφήνει να εννοηθεί ο Παυσανίας.

Η καταστροφή των Στυρών το 323 π.Χ.

Ένα άλλο αξιόλογο ιστορικό δεδομένο είναι η καταστροφή των Στυρών από τον Αθηναίο στρατηγό Φαίδρο του Καλλία.

Το γεγονός αυτό μάλλον έλαβε χώρα το 323 π.Χ., κατά την πρώτη φάση του Μαλιακού ή επικρατέστερα του Λαμιακού πολέμου (323 – 322 π.Χ.), που ξέσπασε αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μεταξύ του Μακεδονικού βασιλείου και των πόλεων της αντιμακεδονικής παράταξης της νότιας Ελλάδας, με κύριο υποκινητή τη πόλη της Αθήνας. Η επιδρομή εκτιμάται ότι επρόκειτο για μία περιστασιακή επιχείρηση εκφοβισμού των πόλεων της Εύβοιας, οι οποίες είχαν ταχθεί με το μέρος των Μακεδόνων. Τέλος, ο Στράβων κάνει λόγο και για την ύπαρξη της Πελοποννησιακής Καρύστου, που βρίσκονταν στα δυτικά σύνορα της Λακωνίας με την Αρκαδία, πλησίον του σημερινού χωριού Γεωργίτσι. Αυτή η αρχαία πόλη δεν έχει καμία συγγενική σχέση με την Ευβοϊκή Κάρυστο και πρόκειται για απλή συνωνυμία, ενώ φημίζονταν για την ποιότητα του οίνου της, τον οποίο εξυμνούσε ο Λάκωνας λυρικός ποιητής Αλκμάν (περί το 650 π. Χ.).

Το τέλος της ιστορικής διαδρομής των Δρυόπων

Με την είσοδο στην Βυζαντινή περίοδο, οι Δρύοπες δεν εμφανίζονται πλέον ως ξεχωριστό εθνοτικό φύλο στους τοπικούς πληθυσμούς των κείμενων περιοχών στην Πελοπόννησο και στην νότια Εύβοια.

Αποτελούν ήδη μια ανάμνηση της αρχαιότητας και η ιστορική υπόσταση τους καταγράφεται σε πραγματείες και λεξικά, όπως του Στέφανου Βυζάντιου (τέλη 5ου αιώνα μ.Χ.) και του Σουίδα (12ος αιώνας μ.Χ.), πολλές φορές αρκετά διαστρεβλωμένη. Μάλιστα, στο δεύτερο αναπαράγεται η κακόπιστη δοξασία ότι ήταν έθνος «άδικον», που ερμηνεύεται ως επιβλαβές και αδίστακτο, μεταφέροντας αυτή την εσφαλμένη εντύπωση στους σύγχρονους μελετητές. Επίσης, στο ίδιο λεξικό του Σουίδα παρατίθεται μία επουσιώδης μυθολογική παραλλαγή για την εκδίωξη των Δρυόπων από την πατρογονική κοιτίδα τους, η οποία τοποθετείται εδώ περί την «Πυθώνα» χώρα, δηλαδή γύρω από την περιοχή του μαντείου των Δελφών[19] στην Φωκίδα. Σύμφωνα με αυτή, τους μετοίκισε ο Ηρακλής όταν φέροντας τον σκοτωμένο Ερυμάνθιο κάπρο (τρίτος άθλος), ζήτησε από εκείνους φαγητό και αυτοί δεν του έδωσαν. Πάντως, για την συγκεκριμένη καταχώριση του Σουίδα δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι αρχαίες φιλολογικές παραπομπές της και ίσως να συνιστά χαλκευμένο μύθευμα, προκειμένου να τεκμηριωθεί η σαθρή άποψη πως οι Δρύοπες ήταν ένας απολίτιστος και αφιλόξενος λαός, παρόλο που οι ιστορικές μαρτυρίες και τα διατηρούμενα αρχιτεκτονικά μνημεία φανερώνουν ακριβώς το αντίθετο.

Που στηρίζεται η ορθολογική απόδειξη ότι οι Δρύοπες υπήρξαν οι δημιουργοί των Δρακόσπιτων

Οι Δρύοπες και τα «Δρακόσπιτα» της Εύβοιας  Όπως παρουσιάσαμε παραπάνω, οι Δρύοπες κατά την μεταναστευτική πορεία τους προς το νότο εγκαταστάθηκαν σε ολόκληρη την επικράτεια της νότιας Εύβοιας στα μέσα της Υστεροελλαδικής εποχής (ΥΕ ΙΙΙ Β2, 1250 – 1190 π.Χ.).

Η δε ονομαστική παρουσία της εθνοτικής ταυτότητας του πρωτοελληνικού φύλου ήταν διαχρονική και αδιάλειπτη, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια του περιηγητή Παυσανία τον 2ο αιώνα μ.Χ., στην δύση της Ρωμαϊκής περιόδου. Πάνω σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο στηρίζεται η ορθολογική απόδειξη ότι οι Δρύοπες υπήρξαν οι δημιουργοί των μεγαλιθικών κατασκευών στο νότιο τμήμα της νήσου. Ωστόσο, προς εξάλειψη και των τελευταίων ψηγμάτων αμφιβολιών, απαιτείται να γνωρίσουμε τους άλλους επίδοξους διεκδικητές, αφού πρώτα γίνει μία σύντομη μνεία στα διαφιλονικούμενα κυκλώπεια οικοδομήματα.

Οι επιβεβαιωμένες οχυρώσεις με μεγαλιθική δόμηση στη νότια Εύβοια

Όσον αφορά τις επιβεβαιωμένες οχυρώσεις με μεγαλιθική δόμηση της Δρυοπικής επικράτειας, αυτές απαντώνται κυρίως σε δύο φρουριακά συγκροτήματα.

Το ένα από αυτά είναι η αρχαία ακρόπολη των Στυρών που βρίσκεται στο βραχώδες ύψωμα του Αγίου Νικολάου, στα νοτιοδυτικά της σύγχρονης κωμόπολης. Διασώζεται μόνο η εμβληματική πύλη πλαισιωμένη με λίγα κατάλοιπα τειχών, κατασκευασμένων από εντυπωσιακούς λαξευμένους ογκόλιθους. Το δεύτερο είναι η ακρόπολη της αρχαίας Δύστου, που οι οχυρώσεις της περιβάλλουν τον κωνικό λόφο Καστρί, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική ανασκαφή, παρά μόνο κάποιες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες. Μέσα στην πυκνή βλάστηση παραμένουν αποκρυμμένα τα μεγαλιθικά ερείπια του οχυρωματικού περιβόλου και των έντεκα αμυντικών πύργων του, της μνημειακής πύλης της ακρόπολης, που εμφανίζει δομικές ομοιότητες με την αντίστοιχη των Στυρών, αλλά και διάφορων κτισμάτων ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, όπως η λεγόμενη «Μεγάλη Οικία», η οποία διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση διαθέτοντας δόμηση από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους και στήλες.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Δύστος τεκμηριώνεται συμπερασματικά ως Δρυοπική πόλη και από τον Γερμανό ιστορικό Fritz Geyer (1879 – 1938) στην σχετική πραγματεία του για την ιστορία της νήσου Εύβοιας. Μία μεθοδική ανασκαφική έρευνα στην τοποθεσία του λόφου Καστρί, ίσως φέρει στο φως σημαντικά κινητά ευρήματα, ακόμα και επιγραφικά, αποκαλύπτοντας τις χαμένες σελίδες της ιστορίας της αρχαίας πολίχνης, ενώ σίγουρα θα αναδεικνύονταν ένα επιβλητικό μνημειακό σύνολο, εφάμιλλο πολλών προβεβλημένων αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας.

Τα «Δρακόσπιτα» της νότιας Εύβοιας

Άλλες μεγαλιθικές κατασκευές στην νότια Εύβοια είναι τα αινιγματικά «Δρακόσπιτα».

Πρόκειται για 20 λίθινα αρχαία οικοδομήματα[20], τετράγωνης ή ορθογώνιας παραλληλόγραμμης κάτοψης, που είναι διεσπαρμένα από την περιοχή των Στυρών και νοτιότερα, έχοντας αρβανίτικά τοπωνύμια. Τα γνωστότερα από αυτά είναι το διάσημο κτίσμα στην κορυφή του όρους Όχη και το σύμπλεγμα των τριών «Δρακόσπιτων» στην θέση Πάλλη Λάκα Στυρών. Με τα «Δρακόσπιτα» έχουν ασχοληθεί εκτενώς ο αρχιτέκτων – αρχαιολόγος Νικόλαος Μουτσόπουλος και ο Ευβοέας ιατρός – ερευνητής Θεόδωρος Σκούρας, προσδίδοντας τους ένα ομοειδή χαρακτήρα, λόγω του εκφορικού τρόπου δόμησης τους από διαδοχικές επικαλυπτόμενες στρώσεις ογκολιθικών πλακόπετρων. Ωστόσο, μέσα από μία πιο εξειδικευμένη μελέτη τους προκύπτει ότι δύναται να διαχωριστεί ο σκοπός της χρήσης τους. Με βάση την μορφολογική διαρρύθμιση τους και τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα δεκατέσσερα κατατάσσονται ως αρχαίες αγροικίες, με δωμάτια και αυλή, και τα πέντε ως μεμονωμένοι πύργοι. Μόνο το καλοδιατηρημένο κτίριο στην κορυφή του όρους Όχη, φαίνεται να είχε διαφορετικό χαρακτήρα και φαίνεται να αποτελούσε κάποιου είδους ιερό, με δεδομένα την ανακάλυψη εντός του ορισμένων λατρευτικών αντικειμένων, αλλά και την διαπίστωση της τέλεσης θυσιών τόσο στον εσωτερικό, όσο και στον εξωτερικό χώρο του, τουλάχιστον από την Αρχαϊκή εποχή (περ. 700 – 500 π.Χ.) και έπειτα. Η δε ακριβής χρονολόγηση των «Δρακόσπιτων» παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς δέχτηκαν μικροεπεμβάσεις κατά την διάρκεια των αιώνων. Οι πρόσφατες πιλοτικές μετρήσεις με την μέθοδο της θερμοφωταύγειας στην μεγαλιθική πύλη της ακρόπολης των Στυρών και στα «Δρακόσπιτα» Πάλλη Λάκα και Καψάλας, έδωσαν ένα φάσμα χρονολογιών με την παλαιότερη οικοδομική φάση να ανάγεται στο 650 π.Χ.. Όμως, προκειμένου να πιστοποιηθεί η χρονική τοποθέτηση τους, απαιτείται η διασταύρωση των στοιχείων με την συγκριτική εφαρμογή και άλλων μεθόδων χρονολόγησης και στα υπόλοιπα παρόμοια μνημεία της νότιας Εύβοιας.

Γιατί ονομάστηκαν «Δρακόσπιτα»

Η ονομασία «Δρακόσπιτα» δόθηκε από τους απλοϊκούς χωρικούς των μεσαιωνικών χρόνων, μάλλον από τους Αρβανίτες εποίκους του 15ου αιώνα, επειδή πίστευαν ότι τους υπερμεγέθεις ογκόλιθους που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους δεν ήταν δυνατόν να τους μετακινήσουν άνθρωποι, παρά μόνο εκείνα τα υπερφυσικά όντα, οι τρομεροί δράκοι.

Αυτή είναι μία άκρως ελκυστική, αλλά εντελώς φανταστική δοξασία, που αποτελεί αγαπημένο θέμα των λαογραφικών παραδόσεων. Οι αληθινοί δημιουργοί των κυκλώπειων μνημείων υπήρξαν με βεβαιότητα οι Δρύοπες, οι αρχέγονοι κάτοικοι των Στυρών και της Καρύστου, όπως εξάγεται μέσα από τις αρχαίες πηγές. Εντούτοις, αρκετοί ερευνητές, ανάμεσα τους και έγκριτοι ιστορικοί, εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις πάνω σε αυτό το ζήτημα, κατακυρώνοντας την θεμελίωση τους σε κάποια άλλα πρωτοελληνικά φύλα, χωρίς να διατυπώνουν επαρκείς δικαιολογητικές σκέψεις.

Ποιοι είναι οι υπόλοιποι υποψήφιοι κατασκευαστές των «Δρακόσπιτων»

Έτσι λοιπόν, ως υποψήφιοι κατασκευαστές εμφανίζονται οι Δόλοπες, οι οποίοι ουδέποτε μετατοπίστηκαν από την χώρα τους στην οροσειρά των Αγράφων, περί την βορειοδυτική Ευρυτανία, ενώ η φυλετική συγγένεια τους με τους Δρύοπες επέτεινε την σύγχυση.

Ένας άλλος λαός είναι οι Κάρες, που είχαν εποικίσει την περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, απέναντι από την Σάμο και την Ρόδο, ορμώμενοι από τον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, πιθανότατα γύρω στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ.. Η εκδοχή ότι αυτοί ήταν οι αρχιτέκτονες των «Δρακόσπιτων» της νότιας Εύβοιας, στηρίζεται στην παρουσία ανάλογων κτισμάτων σε οχυρώσεις και ταφικά μνημεία στην Καρία (χερσόνησος της Αλικαρνασσού) και στην Λυκία, ωστόσο το εκφορικό ή εμφορικό σύστημα δόμησης τους ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στον αρχαιοελληνικό κόσμο και δεν μπορεί να καταλογιστεί ως κριτήριο προέλευσης. Οι δε Κάρες, σύμφωνα με τον Όμηρο, έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο (1194 – 1184 π.Χ.) με την πλευρά των Τρώων, όταν ένας Δρυοπικός κλάδος είχε ήδη εγκατασταθεί στα Στύρα και στην Κάρυστο, συμμετέχοντας στην επική σύγκρουση με το μέρος των Ελλήνων Αχαιών.

Το ίδιο ισχύει και για τους Λέλεγες, των οποίων η επικράτεια βρίσκονταν στα Μικρασιατικά παράλια αντίκρυ από την Λέσβο και είχαν συνταχθεί και αυτοί με τους Τρώες[21]. Επίσης, εντελώς αβάσιμη είναι η υπόθεση πως μετά την αποχώρηση του Ξέρξη από τον Ελληνικό χώρο το 480 π.Χ., ένας αριθμός από Κάρες πολεμιστές της Περσικής στρατιάς παρέμεινε πίσω και εποίκισε την περιοχή της Καρυστίας. Έστω και αν αποδεχτούμε ότι συνέβηκε πράγματι αυτό το περιστατικό, είναι αδύνατον οι εκείνοι επήλυδες να επικράτησαν του γηγενούς Δρυοπικού πληθυσμού, χωρίς να καταφέρουν να διατηρήσουν την ονομασία του φύλου τους ως ιστορικών κατοίκων της νότιας Εύβοιας. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε η παλαιότερη διαπιστωθείσα οικοδομική φάση των μεγαλιθικών κτισμάτων τοποθετείται στο 650 π. Χ., δηλαδή πάνω από ενάμιση αιώνα πριν την εκστρατεία του Ξέρξη. Για τους ίδιους χρονολογικούς λόγους, εξίσου ανεδαφική είναι και η εικασία ότι ανεγέρθηκαν από Κάρες ή Λέλεγες σκλάβους, που εργάζονταν στα λατομεία του «Καρύστιου λίθου» κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου και επιπλέον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει μέσα από τα κείμενα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας.

Σε κάποιες νεότερες πηγές αναφέρονται ακόμα και οι Φοίνικες ως οι κατασκευαστές των «Δρακόσπιτων», οι οποίοι φέρονται αόριστα να έχουν αποικίσει την Εύβοια. Πάνω σε αυτό το πνεύμα έχει υποστηριχθεί αυθαίρετα πως το όνομα της Δρυοπικής πόλης Στύρα προέρχεται από την προφορική παραφθορά της Φοινικικής θεότητας Αστάρτη (Αστύρα), μία ετυμολογία την οποία απορρίπτει ο Fritz Geyer. Αυτή η υποθετική εγκατάσταση των Φοινίκων στην νήσο στηρίζεται σε εντελώς αίολα επιχειρήματα, αποτελώντας μία ευφάνταστη ερμηνευτική προέκταση των πληροφοριών κυρίως του Ηροδότου σχετικά με τον Φοινικικής καταγωγής Κάδμο, για τον οποίο επινοήθηκε από ορισμένους ξένους ιστορικούς του 19ου αιώνα η εκδοχή πως πριν μεταβεί στην Βοιωτία διήλθε από την Εύβοια, όπου παρέμεινε ένα μέρος από τους Φοίνικες έποικους που καθοδηγούσε. Η εσφαλμένη αντίληψη για την τυχόν κατοίκηση της νήσου από τους Φοίνικες αντικρούεται επαρκέστατα από τον Άγγελο Φουριώτη, στην μελέτη του «Η Εύβοια έως τον Ζ’ Αιώνα π.Χ.» και στο τρίτο κεφάλαιο, στο οποίο πραγματεύεται τους λαούς (εθνοτικά φύλα) που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν στην απώτερη αρχαιότητα. Πιθανότατα, οι Ευβοείς να είχαν διακομιστικές συναλλαγές με τους εμπορικά δραστήριους Φοίνικες, αλλά η σχέση αυτή δεν δικαιολογεί ένα ενδεχόμενο εποικισμό του νότιου τμήματος της Εύβοιας από τους δεύτερους σε τόσο ευρεία κλίμακα, που να επηρεάσει τον υπάρχοντα Δρυοπικό πολιτισμό. Τέλος, στην εμπεριστατωμένη μελέτη του Άγγελου Φουριώτη δεν γίνεται κανένας απολύτως λόγος για μία πιθανή εγκατάσταση Καρών, Λελέγων ή Δολόπων στην νότια Εύβοια ή κάπου αλλού στην νήσο. Το ίδιο διαπιστώνεται και μέσα από την πραγματεία του Fritz Geyer ο οποίος ασχολήθηκε ενδελεχώς με την ιστορία της νήσου μέχρι την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π. Χ.).

Το πολιτισμικό ίχνος των Δρυόπων διακρίνεται αδιαφιλονίκητα στα υφιστάμενα μεγαλιθικά μνημεία της νότιας Εύβοιας

 Δίχως καμία αμφιβολία, το πρωτοελληνικό φύλο των Δρυόπων διατήρησε ακραιφνή την εθνοτική του ταυτότητα, κατά την διάρκεια της αρχαιότητας και συμμετείχε ενεργά σε καθοριστικά γεγονότα για τον Ελληνισμό, όπως η Τρωική εκστρατεία και οι Μηδικοί πόλεμοι.

Το πολιτισμικό τους ίχνος διακρίνεται αδιαφιλονίκητα στα υφιστάμενα μεγαλιθικά μνημεία, φανερώνοντας ότι κατείχαν σπουδαίες γνώσεις αρχιτεκτονικής και εφαρμοσμένης μηχανικής, καθώς για την ανύψωση και την τοποθέτηση των γιγαντιαίων ογκόλιθων, απαιτούνταν η χρήση κατάλληλων ανυψωτικών μηχανημάτων. Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε μία αντικειμενική προσέγγιση στην γηγενή καταγωγή των Δρυόπων και στην ονομαστική δραστηριότητα τους, μέσα από μία αναδρομή στις πρωτογενείς ιστορικές αναφορές για τις αρχαίες πολίχνες της Καρύστου, των Στυρών και της Δύστου, προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητός ο άρρηκτος δεσμός τους με την επικράτεια της νότιας Εύβοιας.

Γιώργος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε.α. Από το 1996 ασχολείται με την έρευνα ιστορικών μνημείων του Ελληνικού χώρου. Την περίοδο 2010 – 2014 διέμενε στην Χαλκίδα και ερεύνησε την ιστορία της Εύβοιας.

Παραπομπές

[1] Πριν από την πληθυσμιακή εξάπλωση των Ιώνων, Αχαιών, Αιολέων και Δωριέων, που εκλαμβάνονται ως τα αμιγέστερα Ελληνικά γένη, στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο και στα Μικρασιατικά παράλια κυριαρχούσαν διάφορα φύλα, όπως οι Πελασγοί, οι Δόλοπες, οι Δρύοπες, οι Αίμονες, οι Λέλεγες, οι Κάρες και άλλοι, τα οποία προσδιορίζονται ως εθνολογικά ομοιογενή και αυτόχθονα, έχοντας αναπτύξει ταυτόσημα πολιτισμικά στοιχεία, συνιστώντας την στέρεα βάση του προαιώνιου Ελληνισμού. Η γηγενής διαχρονικότητα τους αποδεικνύεται απερίφραστα μέσα από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, με κορυφαίο παράδειγμα το Δρυοπικό φύλο, που διατήρησε ακμαία την ομοιογένεια του από τα βάθη της αρχαιότητας έως την Κλασσική εποχή και μετέπειτα. Για αυτόν τον λόγο, ο χαρακτηρισμός ως «προελλήνων» εκείνων των πρωτογενών φύλων με κοινές εγγενείς καταβολές είναι εντελώς αδόκιμός και αντ’ αυτού θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος «πρωτοέλληνες», ο οποίος ταιριάζει και με τον χρονολογικό διαχωρισμό των ιστορικών εποχών. Η δε ανυπόστατη θεωρία περί δήθεν ινδοευρωπαϊκής προέλευσης της Ελληνικής γλώσσας και των Ελληνικών φύλων που επικράτησαν μεταγενέστερα, έχει καταρριφθεί παταγωδώς από τα αδιάψευστα αρχαιολογικά ευρήματα και τις σύγχρονες ανθρωπολογικές μελέτες.

[2] Αρκετοί ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι Δρύοπες προέρχονταν από το γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου, όπου υπήρχε χώρα καλούμενη επίσης Δρυοπίς και πόλη με το όνομα Δρυς. Ωστόσο, η εγκατάσταση μίας πληθυσμιακής ομάδας τους σε αυτή την περιοχή φαίνεται να έγινε μεταγενέστερα, καθώς στην Ήπειρο κατοικούσαν πρωτογενώς κάποια άλλα Ελληνικά φύλα. Στην εντύπωση αυτή συνέτεινε η αντίληψη της εσφαλμένης ταύτισης των Δρυόπων με το συγγενικό φύλλο των Δολόπων, η επικράτεια των οποίων ορίζονταν γύρω από την οροσειρά των Αγράφων, με επίκεντρο το βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Ευρυτανίας.

[3] Κατά μία άλλη μυθολογική παραλλαγή, ο Δρύοψ θεωρούνταν γιός του ποτάμιου Θεού Πηνειού, ενώ ορισμένοι ερευνητές ισχυρίζονται εσφαλμένα ότι πρόκειται για τον νόθο γιό του Πριάμου, ο οποίος σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα στην πολιορκία της Τροίας και συνεπώς δεν μπορεί να ήταν ο γενάρχης ενός πρωτοελληνικού φύλου όπως οι Δρύοπες, που προϋπήρχαν του Τρωικού πολέμου και μάλιστα συμμετείχαν σε αυτόν εναντίον των Τρώων (Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Υ, στίχος 455). Τέλος, σε άλλη εκδοχή που μνημονεύεται εν μέρει και από τον περιηγητή Παυσανία, ο Δρύοπας αναφέρεται ως γιός του Θεού Απόλλωνα και της Δίας, κόρης του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα, η οποία απέκρυψε το νεογέννητο σε κάποια δρυ. Αυτή η δοξασία εντάχθηκε ως παρένθετη στην μυθολογική παράδοση των Δρυόπων μάλλον μετά την μετανάστευση τους στην Πελοπόννησο, λόγω της συνωνυμίας του γενάρχη τους με τον γιό της Δίας και εγγονό του Πελασγού και της εξευμενιστικής λατρείας τους προς τον Απόλλωνα.

[4] Οι Αμαδρυάδες θεωρούνταν ως νύμφες των δασών και των λόγγων. Εκπορεύονταν από το δέντρο Δρυς και άλλα δέντρα, τα οποία προστάτευαν. Ο κύκλος της ζωής τους ήταν προσαρμοσμένος με την ανάπτυξη των δέντρων που διαφύλασσαν και πέθαιναν όταν αυτά αφανίζονταν.

[5] Σύμφωνα με μία μυθολογική παραλλαγή, στον Άμφισσο αποδίδεται και η ίδρυση της αρχαίας Άμφισσας, που όμως υπήρξε Λοκρική πόλη και όχι Δρυοπική, ενώ ήταν πιο διαδεδομένη η δοξασία ότι η υπόψη πόλη πήρε το όνομα της από την Άμφισσα, την κόρη του Μάκαρος, γιού του Αίολου.

[6] Η Αρκαδική «Μαλεάτιδα χώρα» μνημονεύεται από τον Ξενοφώντα στο έργο του «Ελληνικά» (βιβλίο ΣΤ’) και η κώμη Μαλέα συμπεριλαμβάνεται σε παλαιά εξειδικευμένα αρχαιολογικά λεξικά, όπως το «Λεξικόν των Αρχαίων Μυθολογικών, Ιστορικών και Γεωγραφικών Κύριων Ονομάτων» του Νικολάου Λωρεντή του 1837 και το «Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας» του Αλέξανδρου Ραγκαβή του 1888.

[7] Αργότερα την περιοχή ανάμεσα στα όρη Οίτη και Παρνασσός, δηλαδή το βόρειο τμήμα του σύγχρονου νομού Φωκίδας, την κατέλαβαν Δωριείς ορμώμενοι από την τοποθεσία των ορέων Όσσα και Όλυμπος και της έδωσαν την επωνυμία Δωρίς (Δωρίδα).

[8] Η Λυκώρεια ήταν αταύτιστη μυθική πόλη της αρχαίας Φωκίδας, που θεωρείται ότι βρίσκονταν στα νοτιοδυτικά υψίπεδα του Παρνασσού ή ακόμα και κοντά στην ψηλότερη κορυφή του (2.457 μέτρα), η οποία στην αρχαιότητα αποκαλούνταν με το ίδιο όνομα, αλλά μάλλον κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας παραφθάρηκε σε Λιάκουρα. Πάντως, και τα δύο τοπωνύμια της κορυφής επισημαίνονται μαζί στους στρατιωτικούς χάρτες.

[9] Ορισμένοι εκφράζουν την άποψη ότι τα ερείπια στο Οινοχώριο ανήκουν σε μία άλλη αρχαία πόλη με την ονομασία Δρυόπη, αλλά κάτι τέτοιο δεν προκύπτει μέσα από τις πρωτογενείς συγγραφικές πηγές, ούτε στηρίζεται σε επιγραφικά αρχαιολογικά ευρήματα.

[10] Το φαράγγι της Αρχάμπολης βρίσκεται στην βορειοανατολική Καρυστία, ανάμεσα στους οικισμούς Θύμι και Ευαγγελισμός. Η πιθανή ταύτιση των υφιστάμενων αρχαίων ερειπίων με την πόλη των Αιγών έγινε από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Keller D., που ερεύνησε την θέση το 1986, και η άποψη του εκλαμβάνεται ως η περισσότερο αληθοφανής.

[11] Αυτή η επιδερμική θεωρία στηρίζεται σε ένα χωρίο του Στράβωνα (βιβλίο Ζ’, κεφάλαιο 7, εδάφιο 1), όπου τα αρχέγονα φύλα (Πελασγοί, Δρύοπες κ.α.) που κατοικούσαν στην Ελλάδα παρουσιάζονται γενικά ως βαρβαρικά, επαναλαμβάνοντας την άποψη του προγενέστερου ιστοριογράφου Εκαταίου του Μιλήσιου (560/550 – πριν 480 π. Χ.), η οποία απηχούσε μία προσωπική εκτίμηση του τελευταίου, χωρίς επιστημονικά τεκμηριωμένο υπόβαθρο.

[12] Φωτίου, Βιβλιοθήκη, σελίδες 139 – 140 (Έκδοση Bekkeri, 1824). Σε αρκετές πηγές, κυρίως του διαδικτύου, το συμβάν της δηώσεως της Καρύστου από τον Λεωδάμαντα τοποθετείται χρονικά πολύ μεταγενέστερα από το 10ο – 9ο αιώνα π. Χ.. Συγκεκριμένα μετά εικάζεται ότι έγινε το 630 π. Χ., μετά τον πόλεμο για τον έλεγχο του Ληλάντιου πεδίου μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας στα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ., με το σκεπτικό πως η Μίλητος είχε συνταχθεί με το πλευρό της Ερέτριας στην σύρραξη και η Κάρυστος ήταν διαφαινόμενη σύμμαχος της Χαλκίδας. Όμως, ενώ το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας είναι σωστό, το δεύτερο είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Ο Λεωδάμας υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς – τύραννος της Μιλήτου, καθώς δολοφονήθηκε από τον στασιαστή Φίτρη, ο οποίος με την σειρά του εξοντώθηκε από τους γιούς του φονευθέντα. Τότε επελέγη ως αισυμνήτης (άρχοντας) ο Επιμένης που εξολόθρευσε την ομάδα των γιών του Φίτρη και μετέβαλλε το πολίτευμα σε αριστοκρατικό. Σύμφωνα με έγκριτους ιστορικούς, η κατάλυση της βασιλείας – τυραννίας στην Μίλητο πραγματοποιήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα από την εγκαθίδρυση της από τον Νηλέα, περί το 1050 π. Χ.. Άρα λοιπόν, είναι πιο δόκιμο η αναφερόμενη άλωση της Καρύστου να αναχθεί στον 10ο – 9ο αιώνα. Επιπλέον, η αιχμάλωτη γυναίκα από την Κάρυστο εμφανίζεται να έχει αποκτήσει το παιδί της από τον Λεωδάμαντα ή από ένα γιό του, κάτι που δεν αναγράφεται στο εδάφιο του Πατριάρχη Φωτίου.

[13] Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η τοποθεσία Κύρνος τοποθετείται αόριστα στην περιοχή της Γεραιστού, ενώ παλαιότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι βρίσκονταν είτε στο ακρωτήριο Παξιμάδι, στον δυτικό βραχίονα του όρμου της Καρύστου, είτε στο ακρωτήριο Μανδήλι, στο νοτιότατο σημείο της Εύβοιας. Ο δε Ερμόλυκος, γιός του Ευθοίνου, είχε διαπρέψει στην ναυμαχία της Μυκάλης εναντίον των Περσών το 479 π. Χ., και ήταν πρωταθλητής στην πυγμή και στην πάλη.

[14] Θεόπομπος, Φιλιππικά, βιβλίο ΚΔ’. Η πληροφορία αυτή διασώζεται στα «Εθνικά» του Στέφανου Βυζάντιου στο λήμμα «Δύστος» και αποτελεί ίσως την παλιότερη ιστορική καταχώρηση για την αρχαία πόλη της Δύστου.

[15] Όλη η παραλία από την Ραφήνα μέχρι τη σημερινή Λούτσα λεγόταν «Αραφηνίδες Αλές».

[16] Πλουτάρχου, Ηθικά, Περί Εκλελοιπόντων Χρηστηρίων, ΙΙ – 434α.

[17] Caius Julius Solinus, Polyhister, chapter 11, paragraph 15.

[18] Η Αττική Τετράπολις προέρχονταν από την ένωση των όμορων αρχαίων δήμων Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Ο Αττικός δήμος των Στειριέων (Στειρία) βρίσκονταν στην θέση του σημερινού Λιμένα Μαρκόπουλου, παρά τον όρμο του Πόρτο Ράφτη. Από ορισμένους εκφράζεται η άποψη ότι οι κάτοικοι αυτών των αρχαίων πόλεων κατάγονταν από το Δρυοπικό φύλο, αλλά αυτό δεν δύναται να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια.

[19] Στο λεξικό του Σουίδα σημειώνεται ότι «Πυθώ» είναι η χώρα της Φωκίδος στην Ελλάδα, όπου υπήρχε πόλη καλούμενη ως Δελφοί και σε αυτή ήταν το ιερό του Απόλλωνος, που αποκαλούνταν Πυθώ (έκδοση Bekkeri,1854, σελίδες 320 και 920).

[20] Άλλα δύο κτίσματα τύπου «Δρακόσπιτου» εντοπίζονται στην κεντρική Εύβοια.

[21] Ο Ηρόδοτος αναφέρει μία παράδοση των Κρητών, κατά την οποία οι Λέλεγες κατοικούσαν αρχικά στα νησιά του Αιγαίου και όταν μετανάστευσαν στα Μικρασιατικά παράλια και στην εκείθεν ενδοχώρα, μετονομάστηκαν σε Κάρες και η χώρα τους αποκαλέστηκε Καρία, αλλά σημειώνει πως οι δεύτεροι αποποιούνταν αυτή την ταύτιση και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες, που έφεραν πάντοτε το ίδιο όνομα. Ο δε Στράβων παρουσιάζει τα δύο φύλα ως σύνοικους και συμπολεμιστές, που διέμεναν στην ίδια περιοχή της Μικράς Ασίας, η οποία μετέπειτα καταλήφθηκε από Ίωνες και ονομάστηκε Ιωνία. Όμως, καταγράφει και την αντίληψη πως οι Λέλεγες κατοικούσαν κάποτε και σε διάφορα μέρη του Ελληνικού χώρου, χωρίς ανάμεσα τους να συμπεριλαμβάνεται η Εύβοια.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

1. Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις – Βιβλίο Δ’ – Μεσσηνιακά – Εκδόσεις «Κάκτος» – Αθήνα – 1992.
2. Στράβωνος, Γεωγραφικά – Βιβλία Η’ (Πελοπόννησος) και Ι (Δυτική Ελλάδα, Νησιά του Αιγαίου) – Εκδόσεις «Κάκτος» – Αθήνα – 1994.
3. Διόδωρος Σικελιώτης – Βίβλος Τέταρτη και Ενδέκατη– Βιβλιοθήκη Ιστορική – Εκδόσεις «Κάκτος» – Αθήνα – 1992.
4. Ηρόδοτος – Ιστορίαι – (Μέρος Β’, βιβλία Ε-Ι) – Εκδόσεις «4π» – Αθήνα – 2011.
5. Ομήρου, Ιλιάδα (Μέρος Α’, Ραψωδίες Α-Μ) – Εκδόσεις «4π» – Αθήνα – 2011.
6. Θουκυδίδη – Ιστορίαι (Πελοποννησιακός Πόλεμος) – (τρίτομο έργο) – Εκδόσεις «4π» – Αθήνα – 2011.
7. Η Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας του Jules Girard (Νεοελληνική απόδοση με πρόλογο από τον Γ. Ι. Φουσάρα) – ΑΕΜ – Τόμος ΙΑ’ – 1964.
8. Τοπογραφία και Ιστορία της Νήσου Εύβοιας μέχρι του Πελοποννησιακού Πολέμου του Fritz Geyer (κατά μετάφραση εκ του Γερμανικού υπό του Ανδρέου Ζάπαλου) – ΑΕΜ – Τόμος Θ’ – 1962.
9. Οχυρώσεις, Πύργοι, Δρακόσπιτα και Αγροικίες στην Νότια Εύβοια – Μαρία Χιδίρογλου – ΑΕΜ – Τόμος ΛΗ’ – 2008/2009.
10. Η Εύβοια έως τον Ζ’ Αιώνα π. Χ. – Κεφάλαιο Τρίτο (Λαός) – Άγγελου Φουριώτη – ΑΕΜ – Τόμος ΙΣΤ’ – 1971.
11. Τοπογραφία και Ιστορία της Νήσου Εύβοιας μέχρι του Πελοποννησιακού Πολέμου του Fritz Geyer (κατά μετάφραση εκ του Γερμανικού υπό του Ανδρέου Ζάπαλου) – ΑΕΜ – Τόμος Θ’ – 1962.
12. Τα Δρακόσπιτα της Εύβοιας – Σκούρας Θεόδωρος – Χαλκίδα – 1991.
13. «Τα Δρακόσπιτα της ΝΔ Εύβοιας» – Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος – Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ – Τόμος Η’ (σελ. 263 – 478) – Θεσσαλονίκη – 1982.

Ενδεικτικές ιστοσελίδες – ιστότοποι.

1. el.wikipedia.org / Δρακόσπιτα – Δρύοπες.
2. evoikanea.blogspot.gr / Εύβοια: Δρακόσπιτα – Τα Μεγαλιθικά Μνημεία.
3. epathlo.gr / Τα Δρακόσπιτα της Εύβοιας.
4. galaxy.gr / Δρακόσπιτα – Κάρυστος.
5. infocenterevia.gr / Δρακόσπιτα – Ακρόπολη Στύρων.
6. academia.edu / Megalithic Monuments in Ancient Greece.
7. filoumenos.com / Δρύοπες.
8. stelladirodi.it / Αρχαία Ελληνικά Φύλα.
9. hellasforce.com / Δρύοπες.
10. ethnologic.blogspot.gr / Προελληνικοί Λαοί.
11. karystos.net / Εύβοια και Ιστορία / Κάρυστος.
12. constantinoupoli.com / Ο Φυλετικός Χάρτης της Αρχαίας Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
13. koutouzis.gr / driopi+alla.htm / Ποιοί Ήταν οι Δρύοπες.

Κοινοποιήστε το!
FacebookTwitter

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: