Η Αρχαία Ελλάδα είναι πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο για τον μεγάλο της πολιτισμό, για τις σπουδαίες προσωπικότητες που ανέδειξε και για την επίδραση που άσκησε και ασκεί σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ωστόσο υπάρχει και μια πτυχή της άγνωστη στους περισσότερους, που ωστόσο γοητεύει όσους τη μελετούν: ο τρόμος.
Φαντάσματα, βρικόλακες, λυκάνθρωποι, δαίμονες, μάγοι και κάθε είδους τέρατα κοσμούν τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Τα παραπάνω όντα είναι τώρα συνδεδεμένα κυρίως με την παράδοση της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, ωστόσο υπάρχουν αρκετές αναφορές τους και στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Ας θυμηθούμε π.χ. τις ψυχές στον Άδη, που για να μιλήσουν στον Οδυσσέα έπρεπε να πιουν αίμα από τα ζώα που είχε σφάξει ο Οδυσσέας γι’ αυτόν τον λόγο. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που έπρεπε να κάνει ο κόμης Δράκουλας των Καρπαθίων, προκειμένου να αναζωογονηθεί. Εξάλλου η λέξη «νοσφεράτου» που αποδίδεται στον βρικόλακα, δεν είναι παρά παραφθορά της ελληνικής λέξης «νοσοφόρος», δηλαδή αυτός που με το δάγκωμά του μεταδίδει στα θύματά του το μικρόβιό του.
Συγγραφείς που κάνουν αναφορές σε λυκανθρωπία είναι ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας. Ο πρώτος στη Μελπομένη αναφέρει τη φήμη ότι οι Νευροί, λαός της Σκυθίας, κάθε χρόνο για λίγες μέρες μεταμορφώνονται σε λύκους. Προσθέτει όμως ότι ο ίδιος δεν πείθεται από τη φήμη αυτή. Ο δεύτερος στα Αρκαδικά αν και γενικά κοροϊδεύει όσους πιστεύουν στις μεταμορφώσεις ανθρώπων σε ζώα, ωστόσο δέχεται κι αυτός ότι ο Λυκάων, βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Πελασγού και της Μελίβοιας, μεταμορφώθηκε πράγματι σε λύκο. Τη μεταμόρφωση την αποδίδει στο γεγονός ότι στην εποχή του οι άνθρωποι ήταν ενάρετοι, είχαν άμεση σχέση με τους θεούς, από τους οποίους μπορούσαν να ζητήσουν ό,τι ήθελαν.
Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση βαμπιρισμού αναφέρει ο Παύλος Αίλιος Φλέγων στο έργο του «Περί θαυμασίων και μακροβίων». Επί ρωμαϊκής κατοχής στην πόλη Τράλλεις (σημερινό Αϊδίνιο) της Μ. Ασίας ζούσε ο Δημόστρατος, ένας πλούσιος έμπορος και η γυναίκα του Χαριτώ, είχαν μια κόρη, τη Φιλίνιον, η οποία όμως πέθανε νέα. Κάποτε το ζευγάρι φιλοξενούσε στο σπίτι του έναν νέο, τον Μαχάτη. Αυτός ο νέος δέχεται τις νύχτες στο δωμάτιό του τις επισκέψεις της νεκρής Φιλίνιον, η οποία κάνει μαζί του έρωτα όλη τη νύχτα. Αυτό παραπέμπει στους θρύλους που παρουσιάζουν συχνά τους βρικόλακες έντονα ερωτικούς. Όταν οι γονείς της ανακαλύπτουν πως η κόρη τους βγαίνει από τον τάφο της, εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά της και τρέχουν να την αγκαλιάσουν. Εκείνη όμως τους κατακρίνει για την περιέργειά τους και πεθαίνει εκ νέου χωρίς να αποκαλύψει για ποιο λόγο οι θεοί την έστειλαν και πάλι στη ζωή. Αυτό που μπορεί να υποθέσει κάποιος είναι ότι επειδή πέθανε νέα, στερήθηκε τον έρωτα, οπότε τώρα γύρισε από τον τάφο της για να τον χαρεί. Όπως και να’ χει, η Φιλίνιον είναι ένας βρικόλακας, που όχι μόνο δεν είναι επικίνδυνος, αλλά παντελώς απροστάτευτος.
Στα κείμενα των αρχαίων γίνεται αναφορά και σε κακοποιούς δαίμονες. Ο Παυσανίας στα Ηλιακά αναφέρει πως οι κάτοικοι της Τεμέσας της Ιταλίας υπέφεραν από κάποιον δαίμονα, ο οποίος ήταν ο Πολίτης, ένας ναύτης του Οδυσσέας, που όταν ο βασιλιάς της Ιθάκης και οι σύντροφοί του είχαν περάσει από εκεί, αυτός βίασε μια κοπέλα και οι κάτοικοι της Τεμέσας τον λιθοβόλησαν, οπότε αυτός γύρισε από τον άλλο κόσμο για να τους εκδικηθεί. Η Πυθία έδωσε στους κατοίκους τον χρησμό να κτίσουν ναό αφιερωμένο στον δαίμονα κι εκεί να του θυσιάζουν κάθε χρόνο την ομορφότερη παρθένα της πόλης. Αυτό πράγματι ησύχασε τον δαίμονα. Κάποτε πέρασε από την Τεμέσα ο παλαιστής Εύθυμος, υπαρκτό πρόσωπο, επανειλημμένα ολυμπιονίκης και γνωστός σε όλη την αρχαία Ελλάδα για τη δύναμή του. Αυτός, λοιπόν, απάλλαξε την πόλη από τον δαίμονα παλεύοντας μαζί του και ρίχνοντάς τον στη θάλασσα. Οι κάτοικοι τον τίμησαν και του έδωσαν για σύζυγο την κοπέλα που προοριζόταν για θυσία εκείνη τη χρονιά.
Συνεχίζοντας παλιότερη ανάρτησή μας για τον τρόμο στην Αρχαία Ελλάδα, θα θέλαμε να μιλήσουμε για τις αναφορές φαντασμάτων, οι οποίες είναι συχνές στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Η συχνότητα αυτή καταδεικνύει την πεποίθηση των προγόνων μας ότι φαντάσματα υπήρχαν και με την παρουσία τους προμήνυαν είτε θετικές είτε αρνητικές εξελίξεις. Λέξεις που χρησιμοποιούνταν τότε για να αποδώσουν αυτό που εμείς ονομάζουμε «φάντασμα» είναι «είδωλο», «ιδέα», «φάσμα» και «όραμα». Πάνως δεν αποκαλούσαν «φάντασμα» αποκλειστικά και μόνο την ψυχή ενός νεκρού που αρνείται να εγκαταλείψει τον κόσμο μας, καθώς κάποιες εκκρεμότητες τον κρατούν ακόμη εδώ. «Φάντασμα» γι’ αυτούς ήταν κάθε υπερφυσική εκδήλωση θεών, δαιμόνων, ηρώων και άλλων όντων.
Μια εμφάνιση φαντάσματος που δεν προμήνυε κάτι καλό ήταν η εμφάνιση του νεκρού Ιούλιου Καίσαρα σε έναν από τους δολοφόνους του, τον Βρούτο, όταν αυτός βρισκόταν στο στρατόπεδό του στις Σάρδεις. Το περιστατικό αναφέρουν ο Πλούταρχος στον «Βίο του Βρούτου» και αιώνες αργότερα ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ στην τραγωδία του «Ιούλιος Καίσαρας». Ο Βρούτος, λοιπόν, ρωτάει του υπερκόσμο επισκέπτη του ποιος είναι και εκείνος του απαντάει: «Ο κακός σου δαίμονας, Βρούτε». –«Γιατί ήρθες εδώ;» τον ρωτάει στη συνέχεια ο Βρούτος. Κι εκείνος του απαντάει «Για να σου πω ότι θα με δεις στους Φιλίππους». Πράγματι, αργότερα στους Φιλίππους της Καβάλας ο Βρούτος μαζί με τον Κάσιο συγκρούστηκαν με τον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό Αύγουστο, ηττήθηκαν και πέθαναν και οι δυο αυτοκτονώντας. Η φράση του φαντάσματος έμεινε παροιμιώδης μέχρι τις μέρες μας και λέγεται, όταν θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον ότι έχουμε ανοικτούς λογαριασμούς μαζί του: «Ὀψόμεθα εἰς Φιλίππους».
Ο Πλούταρχος αναφέρει και στα «Αίτια Ρωμαϊκά» επικλήσεις νεκρών, οι οποίοι έρχονται μετά από επίκληση: «Στους Δελφούς, μάλιστα, υπάρχει και αγαλματίδιο της επιτύμβιας Αφροδίτης, όπου οι νεκροί καλούνται για τις χοές». Πράγματι τελούνταν γιορτές, στις οποίες πραγματοποιούνταν επικλήσεις πνευμάτων νεκρών. Μια τέτοια γιορτή ήταν τα Αιμακούρια, κατά την οποία μάζευαν αίμα θυσιασμένων ζώων και το έριχναν πάνω στους τάφους πιστεύοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο οι νεκροί θα έρχονταν από τον Άδη.
Ο παράξενος ήρωας Εχετλαίος που εμφανίστηκε στη μάχη του Μαραθώνα |
Ο πατέρας της ιστορίας, Ηρόδοτος, αναφέρει στην «Ερατώ» ότι κατά τη διάρκεια της μάχης του Μαραθώνα ο Επίζηλος του Κουφαγόρα έχασε το φως του χωρίς να πληγωθεί. Όπως είπε ο ίδιος, είδε έναν πολεμιστή γίγαντα που το μακρύ του γένι σκέπαζε την ασπίδα του. Το φάντασμα αυτό πέρασε από δίπλα του χωρίς να τον αγγίξει, αλλά σκότωσε τον διπλανό του. Από τότε ο Επίζηλος τυφλώθηκε και δεν ξαναείδε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο ίδιος συγγραφέας γράφει στην «Ουρανία» ότι στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το αρχικό σχέδιο των Ελλήνων ήταν να υποχωρήσουν προς τα στενά της Σαλαμίνας, αλλά, ενώ υποχωρούσαν, εμφανίστηκε ένα φάντασμα γυναίκας και φώναξε με φωνή τόσο δυνατή, ώστε την άκουσαν όλοι: «Ω πονηροί, μέχρι που με την πρύμνη θα υποχωρείτε;» Η επίπληξη αυτή του φαντάσματος έκανε τους Έλληνες να σταματήσουν να υποχωρούν και να επιτεθούν στον εχθρό.
Στην «Ουρανία» υπάρχει και μια άλλη αναφορά εμφάνισης φαντασμάτων: Όταν οι Πέρσες εκστράτευσαν εναντίον των Δελφών, κυριεύτηκαν από φόβο, όταν εμφανίστηκαν μπροστά τους δυο υπερφυσικά ψηλοί οπλίτες που τους κυνήγησαν και σκότωσαν πολλούς. Για τους πολίτες αυτούς οι κάτοικοι των Δελφών έλεγαν πως είναι ο Φύλακος και ο Αυτόνοος, τοπικοί ήρωες, τα τεμένη των οποίων βρίσκονταν κοντά στον ναό.
Επιμέλεια Πέτρος Βιτόπουλος