Φαντάσματα: Το Σπίτι Με Τις Λεβάντες.
Ποιος από εμάς δεν έχει νιώσει, δεν έχει αγγίξει, δεν έχει ακούσει κάτι περίεργο, εξωπραγματικό, στην μέση της νύχτας ή ακόμα και μέρα μεσημέρι. Κάποιοι νεκροί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχουνε πεθάνει, και κάποιοι ζωντανοί δεν θέλουν να αποδεχτούν τον θάνατο ενός αγαπημένου τους προσώπου.
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ εκτυλίσσεται στην Ιρλανδία στα τέλη του 19ου αιώνα. Σε ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας λοιπόν ζούσαν δύο αδερφές οι οποίες είχαν χάσει μέσα σε ένα εξάμηνο και τους δύο γονείς τους και τους έθαψαν σε έναν λόφο, κοντά στο σπίτι τους. Είχαν μια μικρή περιουσία που τους είχε αφήσει ο πατέρας τους και το μικρό σπιτάκι που έμεναν με τους γονείς τους, το πατρικό τους, και αυτό ήταν όλο αλλά τους έφτανε και ήταν ικανοποιημένες, μιας και ήταν και οι δύο ανύπαντρες και θα παρέμεναν έτσι μιας και ήταν μεγαλοκοπέλες, για την εποχή.
Ήταν δύο όμορφες και ευγενικές κοπέλες. Η μεγάλη, πιο εξωστρεφής, κανόνισε τα οικονομικά του σπιτιού και η μικρή, πιο κλειστή σαν χαρακτήρας είχε αναλάβει το νοικοκυριό του σπιτιού και έτσι πέρναγαν ήρεμα τις μέρες τους.
Ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό αποφάσισαν να κάνουν έναν περίπατο στην εξοχή και με την ευκαιρία η μικρή αδερφή να μαζέψει λεβάντα, ήταν από τις αγαπημένες της ασχολίες να μαζεύει, πρωί πρωί, λεβάντα και να την χρησιμοποιεί στα πάντα, φρέσκια στα βάζα, αποξηραμένη μέσα σε μαξιλαροθήκες, ακόμα και στην μαγειρική.
Όπως είναι γνωστό, σε αυτές τις χώρες, ο καιρός είναι απρόβλεπτος και έτσι εκείνο το πρωί τις δύο αδερφές έπιασε ξαφνική μπόρα. Πρόλαβαν και έφτασαν σπίτι σχετικά γρήγορα αλλά η μικρή αδερφή, σαν πιο ευαίσθητη που ήταν κόλλησε ένα άσχημο κρύωμα. Οι μέρες πέρναγαν μέσα σε μια αγωνία στο μικρό σπίτι. Η μεγάλη αδερφή φρόντιζε όσο μπορούσε την μικρή της αδερφή και ο γιατρός του χωριού, περνούσε δύο φορές την ημέρα για να δει την κοπέλα.
Οι μέρες πέρασαν και ο κίνδυνος φάνηκε να έφυγε. Ένα βράδυ η κοπέλα δίψασε και επειδή δεν ήθελε να ενοχλήσει την αδερφή της που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι, αποφάσισε να σηκωθεί και να πάει στο διπλανό Κόμο που ήταν η κανάτα με το ποτήρι. Εκείνη την στιγμή άκουσε ένα θόρυβο, σαν τρίξιμο σκάλας, προχώρησε σιγά σιγά, άνοιξε την πόρτα και προχώρησε στον σκοτεινό διάδρομο. Κοίταξε προς την σκάλα και δεν είδε τίποτα. Μόλις έκανε να γυρίσει είδε δύο σκιές να προχωρούν προς το δωμάτιο, που μοιραζόταν με την αδερφή της και να εξαφανίζονται.
Αμέσως πήγε και φώναξε την αδερφή της αλλά αυτή δεν απάντησε, παρά είχε την πλάτη γυρισμένη, σαν να κοιμόταν ακόμα. Η κοπέλα την άγγιξε διστακτικά στον ώμο και τότε η αδερφή της γύρισε το πρόσωπό της απότομα και την κοίταξε κατάματα. Η κοπέλα ήθελε να ουρλιάξει γιατί ξάφνου, είδε την μεγάλη αδερφή άσπρη σαν πανί, με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ανοιχτό, σε μια βουβή Κραυγή. Η κοπέλα οπισθοχώρησε. Ότι ήταν αυτό που τρόμαξε την αδερφή της τόσο πολύ, σίγουρα βρισκόταν ακόμα στο δωμάτιο και έτσι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα της.
Η κοπέλα πέρασε την βραδιά ακούγοντας απόκοσμες νυχτερινές κραυγές, που την θέση τους έδωσαν στα γλυκά πρωινά τιτιβίσματα των πουλιών. Η κοπέλα σηκώθηκε με περίσσια όρεξη αλλά πρόσεξε ότι η αδερφή της είχε ήδη σηκωθεί. Αποφάσισε να πάει να της μιλήσει για τα βραδινά γεγονότα. Βγαίνοντας από την πόρτα πρόσεξε ότι οι λεβάντες στα βάζα, ήθελαν άλλαγμα, οπότε αποφάσισε αργότερα να βγει να μαζέψει φρέσκιες. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, να βρει την αδερφή της, ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνάει ολόκληρο το κορμί της.
Μόλις γύρισε είδε από το μεγάλο παράθυρο, του μικρού καθιστικού, δύο σκιές να βγαίνουν έξω και να χάνονται στον κήπο. Αμέσως έτρεξε να βρει την αδερφή της, ήταν στην κουζίνα, με γυρισμένη την πλάτη κοιτάζοντας έξω από ένα μικρό παράθυρο. Μόλις η κοπέλα προσπάθησε να της εξηγήσει τι είδε, εκείνη όχι μόνο δεν της απάντησε αλλά αμέσως έτρεξε έξω από το δωμάτιο, σαν να μην ήθελε να την ακούσει.
Η κοπέλα μην αντέχοντας άλλο, βγήκε γρήγορα έξω στον καθαρό αέρα. Αποφάσισε να πάει μια μικρή βόλτα, να ηρεμήσει πριν γυρίσει σπίτι. Στον περίπατο που έκανε σκέφτηκε να μαζέψει μερικές λεβάντες και να αφήσει λίγες και στον τάφο των γωνιών της. Φτάνοντας στον λόφο που βρίσκονταν οι τάφοι, αντίκρισε κάτι που την σόκαρε. Εκεί, δίπλα στους γονείς της υπήρχε και ένας τρίτος τάφος που δεν υπήρχε πριν.
Πλησίασε διστακτικά στην ταφόπλακα και πρόσεξε ότι επάνω, κάποιος είχε αφήσει ένα μπουκέτο λεβάντες. Όταν διάβασε το όνομα στην πλάκα, άρχισε να συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί. Επάνω έγραφε το δικό της όνομα και ημερομηνία θανάτου, μια εβδομάδα μετά τον περίπατο με την αδερφή της και την μπόρα που την έριξε στο κρεβάτι και η οποία τελικά της πήρε την ζωή.
Τότε κατάλαβε και την περίεργη συμπεριφορά της αδερφής της, το προηγούμενο βράδυ και το σημερινό πρωινό. Δεν ήταν λίγο να ακούς και να νιώθεις το άγγιγμα της νεκρής σου αδερφής. Όσο προσπαθούσε να καταλάβει τι της συμβαίνει ένιωσε κάποιον να την παρακολουθεί, γυρίζοντας αντίκρισε τις δύο σκιές οι οποίες, σιγά σιγά ξεκαθάρισαν και τότε είδε τα χαμογελαστά πρόσωπα των γονιών της. Της άπλωσαν τα χέρια και αυτή με χαρά τα έπιασε και ξεκίνησαν μαζί, το νέο τους μεγάλο ταξίδι. Η μεγάλη αδερφή, με δάκρυα στα μάτια, παρακολουθούσε μέσα από το σπίτι, ότι έχει αγαπήσει πιο πολύ στην ζωή της, να εξαφανίζεται μέσα στην πρωινή πάχνη και μια γλυκιά ευωδιά λεβάντας άρχισε να πλανάται στον αέρα.
ΠΗΓΗ https://storiesfromthegrave.com/category/
TI OMORFH ISTORIA!