Το όνομα «Οδυσσέας» που προέρχεται από το ρήμα «ὀδύσσομαι» (οργίζομαι, μισώ κάποιον) και σημαίνει εξοργισμένος, αλλά και ο μισούμενος από τους θεούς, αυτός που έδωσε αφορμές. δυσαρέσκειας, το έδωσε ο παππούς του (από την πλευρά της μητέρας του), ο Αυτόλυκος…
Σύμφωνα με τον Όμηρο το όνομα σημαίνει «γιος της πέτρας», αλλά πιο πιθανό είναι να συγγενεύει ετυμολογικά με την λέξη «οδηγός». Μπορεί επίσης να προέρχεται από το ρήμα «ὀδυνάω» που σημαίνει «προκαλώ πόνο» με την έννοια «αυτός που προκαλεί και αισθάνεται πόνο».
Ο Οδυσσέας εξάλλου αισθάνεται έναν διαρκή πόνο πνευματικό ή/και σωματικό – προκαλεί δηλαδή πόνο σε κάποιον άλλο και παράλληλα κάποιος άλλος σ΄αυτόν.
Στον Οδυσσέα αποδίδεται μερικές φορές και το πατρωνυμικό ουσιαστικό Λαερτιάδης, δηλαδή «γιος του Λαέρτη».
Οι περισσότεροι θεωρούν ότι αφού σκότωσε τους μνηστήρες και ανακατέλαβε το βασίλειο του, “ζήσανε (με την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο), αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. Είναι όμως έτσι;
Προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του όμως η σχέση του με την Πηνελόπη δεν εξελίχθηκε καλά. Άρχισαν οι τσακωμοί καθώς η Πηνελόπη, ακούγοντας τον Οδυσσέα να τις ιστορεί τα κατορθώματα και τις περιπέτειες της, ζήλεψε την Καλυψώ, στο νησί της οποίας ο Οδυσσέας είχε περάσει επτά χρόνια. Η ίδια τον περίμενε υπομονετικά και δεν υπέκυπτε στους μνηστήρες, ενώ αυτός έπεφτε από την αγκαλιά της Κίρκης και της Καλυψούς.
Τι απέγινε λοιπόν ο Οδυσσέας; Ας δούμε παρακάτω.
Οι εκατό μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης είχαν σκοτωθεί και τα πτώματά τους, το ένα μετά το άλλο, τα έβγαλαν από τη σάλα της γιορτής τυλιγμένα με χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, το σπίτι ήταν ακόμη στο πόδι μετά τα φοβερά συμβάντα, τα παράθυρα άπλωναν φως μέσα στη νύχτα κι οι υπηρέτες έτρεχαν πέρα – δώθε.
Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στη γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονες του περιπέτειες,για την Τροία, για τη διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο, για το ταξίδι της επιστροφής και τα παράξενα της μακρινής θάλασσας.
Συγκεκριμένα στο τέλος της Ι Ραψωδίας αναφέρεται : Είπα, κ’ εκείνος εύχονταν στον μέγαν Ποσειδώνα, στον αστροφόρον ουρανόν απλώνοντας τα χέρια «ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη αν είμ’ υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης ο Οδυσσηάς ο πορθητής ‘ς σπίτι του να φθάση Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης αλλ’ αν το θέλ’ η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του, το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα, ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος, με ξένην πλώρη, και κακά ‘ς το σπίτι μέσα ναύρη
Όμως όταν έφτασε στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: “τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη θα συνεχίσω αύριο.” Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο πορφυρένιο προσκεφάλι.
Στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής απ’ όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ’ τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις.
Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφήγηση.
Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ’ το παράθυρο.
Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους, κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρινές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.
Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν’ ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.
-Πόσο καιρό έμεινες σ’ αυτή την Καλυψώ; ρώτησε μια φορά.
-Επτά χρόνια, απάντησε αυτός.
Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.
-Περισσότερο θα ήθελα να μάθω για σένα, τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια στην Καλυψώ.
-Επτά χρόνια, απάντησε.
-Χθες έλεγες δέκα έχεις, φαίνεται, πει τόσα ψέματα στα ταξίδια σου, καημένε μου φίλε, που δεν ξέρεις πια να πεις την αλήθεια. Όμως είτε δέκα χρόνια ήταν είτε επτά, ήταν σίγουρα πολύς καιρός και φαίνεται πως καλοπέρασες εκεί. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: τι έκανες τόσο καιρό;
Τώρα έπρεπε να της απαντήσει:
“-Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια νοσταλγούσα εσένα, αυτά τα χρόνια καθόμουν στην αμμουδιά του μακρινού νησιού, κοίταζα πέρα από τη θάλασσα και παρακαλούσα τους θεούς, να μπορέσω να δω μια φορά μονάχα ακόμα τον καπνό του σπιτιού σου. “
Έτσι έπρεπε να απαντήσει….
Βλέποντας όμως πως τα μάτια της τον κοίταζαν παγερά και σκληρά, τα κράτησε μέσα του αυτά.
Και ποτέ της δεν έμαθε για τη μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα.
-Έπινα κρασί εκεί, απάντησε ήρεμα, το κρασί είναι καλό σ’ αυτά τα νησιά, μολονότι λίγο ξινό…
Στη διάρκεια της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, είχε κατέβει στον Άδη για να συμβουλευτεί τον μάντη Τειρεσία.
Αυτός, μεταξύ άλλων, του προφήτεψε ότι θα σκοτωθεί από τη θάλασσα και από το γιο του.
Ο χρησμός του Τειρεσία κρατά συνεχώς δέσμιο τον ήρωα:
“Πηνελόπη, πρέπει να ξαναφύγω. Ξύπνα. Ξύπνα. Γυρίζω απ’ τους νεκρούς. Πλέοντας όλο προς τη δύση, βρέθηκα στη χώρα των νεκρών, ρώτησα το νεκρό Τειρεσία για το γυρισμό μου, κι εκείνος μου ’πε πως μια δοκιμασία ακόμα με περιμένει, μια δοκιμασία φοβερή. Πρέπει να ξαναφύγω μ’ ένα κουπί στον ώμο, να πάω από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα, να περπατάω συνέχεια ωσότου συναντήσω ανθρώπους που δε γνωρίζουν τη θάλασσα. Μια μέρα, στο δρόμο μου, θ’ ανταμώσω έναν άλλον οδοιπόρο που θα με ρωτήσει: «Γιατί έχεις ένα δίκρανο στον ώμο;» Την ημέρα αυτή, και στο ίδιο μέρος, θα φυτέψω το κουπί μου στη γη. Και θα γυρίσω στην πατρίδα, στην Ιθάκη. Αργότερα είπε, όταν θα ’μαι πια γέρος, θα ’ρθει προς εμέ ο θάνατος, θα ’ρθει από τη θάλασσα. Από τη θάλασσα; Ή μακριά από τη θάλασσα; “
Η Πηνελόπη μάταια προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Ο Οδυσσέας εξακολουθεί να ανησυχεί, να αναρωτιέται: Από πού θα ’ρθει θάνατος; Από τη θάλασσα ή μακριά απ’ τη θάλασσα; Και ποιος θα με χτυπήσει;
Παρακάτω στην Ψ Ραψωδία, κατά τη συνομιλία με την Πηνελόπη, λέει:
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· κ’ ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω,αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ’ εγώ δεν χαίρω· ότ’ εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, όσο να φθάσω ‘ς τους θνητούς ‘που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ’ αρτυμένο.
Ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι’ αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, ‘που ‘ναι πτερά των πλοίων, κ’ ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω· ‘ς τον δρόμον άμ’ απαντηθή μ’ εμέν’ άλλος οδίτης και ειπή, ‘ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, ‘ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, να γύρω ‘ς την πατρίδα μου και να δώσ’ εκατόμβαις των αθανάτων, ‘πώχουσι των ουρανών τους θόλους, με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ’ εύρη έξω απ’ τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ’ ολόγυρά μου θα ‘ναι μακάριος ο λαός· τούτ’ όλ’, είπε, θα γείνουν.
Υποψιάζεται τον Τηλέμαχο, τον οποίο και αποφασίζει να εξορίσει στην Κεφαλληνία. Αργότερα, όμως, το μετανιώνει, πείθεται και ηρεμεί. O Τηλέμαχος ανησυχεί, καθώς είναι βέβαιος ότι αυτός, σύμφωνα με τον χρησμό, θα σκοτώσει τον πατέρα του. Αργότερα αποχαιρετά τους γονείς του και φεύγει. Ο Οδυσσέας εκφράζει στην Πηνελόπη την λύπη αλλά και την ανακούφισή του για την φυγή του Τηλεμάχου, το κέφι του να κατέβει στη θάλασσα με τα σκυλιά, και την επιθυμία του να βρεθούν επιτέλους μόνοι το βράδυ. Ο Τειρεσίας, τον είχε επίσης συμβουλεύσει ότι για να εξευμενίσει τον Ποσειδώνα έπρεπε, όταν θα γύριζε στην Ιθάκη, να φύγει από τον τόπο το να πάρει ένα κουπί στον ώμο και να ταξιδέψει στη στεριά μέχρι να βρει κάποιον που να μην γνωρίζει τη θάλασσα και τι είναι το κουπί. Εκεί να θυσιάσει στους θεούς.
Σ’ αυτή τη νέα περιπλάνησή του θα συναντήσει κάποιον που θα νομίσει πως το κουπί στον ώμο του είναι λιχνιστήρι (ξύλινο, αγροτικό εργαλείο με το οποίο ξεχωρίζεται ο καρπός των σιτηρών από το άχυρο). Εκεί να σταματήσει, θυσιάζοντας στον Ποσειδώνα ένα κριάρι, έναν κάπρο κι έναν ταύρο.
Μόνο έτσι θα εξασφαλίσει τον οριστικό του πια νόστο στην Ιθάκη· όπου τον περιμένουν ήσυχα χρόνια και βαθιά γεράματα· και γύρω του όλοι οι λαοί του θα ζουν ευτυχισμένοι εκεί θα τον βρει ανώδυνος θάνατος, κάπου μακριά ωστόσο από το νερό της θάλασσας. (ἐξ ἁλὸς). Πράγματι κατά τη μυθολογία έτσι κι έγινε.
Ο Οδυσσέας μετά τον φόνο των μνηστήρων έφυγε πάλι γρήγορα μ’ ένα κουπί στον ώμο, για τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Προχωρώντας στο εσωτερικό της χώρας, συνάντησε κάποιους ανθρώπους που τον ρώτησαν γιατί κουβαλούσε μαζί του το λιχνιστήρι. Τότε κατάλαβε πως αυτός ήταν ο τόπος που έπρεπε να μπήξει το κουπί και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα.
Στη Θεσπρωτία ο Οδυσσέας παντρεύτηκε τη βασίλισσα Καλλιδίκη. Απέκτησε μαζί της ένα παιδί τον Πολυποίτη. Μετά τον θάνατο της Καλλιδίκης ύστερα από έναν πόλεμο των Θεσπρωτών με τους Βρύγους, ο Οδυσσέας παρέδωσε τη βασιλεία των Θεσπρωτών στον Πολυποίτη και επέστρεψε στην Ιθάκη, πιστεύοντας πως θα περάσει ήρεμα γεράματα.
Στην Χρηστομάθεια του Πρόκλου διαβάζουμε τα εξής:
“Μετά την ταφή των μνηστήρων, ο Οδυσσέας, αφού θυσίασε στις Νύμφες, ταξίδεψε στην Ήλιδα, για να επιθεωρήσει τα βουκόλιά του. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Πολύξενο, από τον οποίο και έλαβε ως δώρο έναν κρατήρα. Έπειτα επέστρεψε στην Ιθάκη και τέλεσε τὰς ὑπὸ Τειρεσίου ῥηθεῖσας θυσίας. Στην συνέχεια πήγε στην Θεσπρωτία, παντρεύτηκε την βασίλισσα Καλλιδίκη, ηγήθηκε δε των Θεσπρωτών στον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Βρύγους. Μετά τον θάνατο της Καλλιδίκης, την εξουσία ανέλαβε ο Πολυποίτης, γιος του Οδυσσέα από την Καλλιδίκη, ο δε Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη.”
Στο μεταξύ ο Τηλέγονος, γιος που απέκτησε ο Οδυσσέας με την Κίρκη, αναζητώντας τον πατέρα του αποβιβάστηκε στην Ιθάκη και οι σύντροφοί του κατέστρεψαν το νησί.
Όταν ο Οδυσσέας έμαθε πως κάποιο καράβι είχε αράξει στην Ιθάκη, και πως οι ναύτες είχαν βγει έξω για λεηλασίες, έτρεξε με τον στρατό του, να τους διώξει. Χτυπήθηκε όμως από τον αρχηγό των επιδρομέων μ’ ένα κοντάρι, που αντί για σιδερένια λόγχη είχε το αγκάθι ενός σαλαχιού. Ετοιμοθάνατος μεταφέρθηκε στο παλάτι, όπου παραπονέθηκε για το μαντείο που τον είχε γελάσει, λέγοντάς του να φυλάγεται από τον γιο του, ενώ τελικά χτυπήθηκε από κάποιον ξένο.
Σύντομα όμως φανερώθηκε πως ο φονιάς ήταν ο γιος του Τηλέγονος, που του είχε γεννήσει η Κίρκη, ο οποίος δεν τον γνώριζε. Η αιχμή του δόρατος, με το οποίο ο Τηλέγονος τραυμάτισε θανάσιμα τον Οδυσσέα, ήταν κατασκευασμένη από το κέντρον τρυγόνος (το σημερινό όνομα είναι «σελάχι» ή «σαλάχι»). Πρόκειται για ψάρι με πιεσμένο στη ράχη και την κοιλιά σώμα, πλακοειδή λέπια, μεγάλη ουρά σαν μαστίγιο που έχει μερικές φορές δηλητηριώδες αγκάθι, το οποίο κολυμπά γρήγορα και συνήθως κινείται σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς.
Ο Ι. Κακριδής (Ελληνική Μυθολογία. Εκδοτική Αθηνών, ) αναφερόμενος στην νεκρομαντεία του Τειρεσία, παρατηρεί ότι:
«…οι προφητείες είναι πάντα διφορούμενες…» και ότι «πραγματικά, ο θάνατος βρίσκει τον Οδυσσέα από τη θάλασσα, όχι μόνο επειδή ο φονιάς είχε φθάσει στην Ιθάκη με καράβι, αλλά και γιατί το φονικό όπλο ήταν θαλασσινό».
Όταν ο Τηλέγονος κατάλαβε πως είχε σκοτώσει τον πατέρα του, ήταν πια αργά.Πήρε το άψυχο κορμί του, το γιο του, τον Τηλέμαχο, και την Πηνελόπη και κατευθύνθηκε στην Αία.
Εκεί η Κίρκη τους έκανε όλους αθάνατους. Ο Μύθος λέει ότι η Κίρκη παντρεύτηκε τον Τηλέμαχο και η Πηνελόπη τον Τηλέγονο…
Ίσως τελικά οι Ιθάκες δεν είναι φτιαγμένες για να τις φτάνουν οι άνθρωποι..είναι για να τις νοσταλγούν.
ΠΗΓΗ elhalflashbacks.blogspot.gr