Με ειδική εντολή του πάπα ό επίσκοπος Ίεραπόλεως Sebastiani πραγματοποιεί τό 1666 περιοδεία σ’ όλες τις παραμεσογειακές χώρες για επιθεώρηση τών τοπικών καθολικών εκκλησιών. Μ’ ολο πού τό ταξίδι ήταν δύσκολο και επικίνδυνο έξ αιτίας του τουρκοβενετικού πολέμου και τής πειρατείας, ό Sebastiani ώλοκλήρωσε μέ ευσυνειδησία τήν αποστολή του.
Για την Σαντορίνη γράφει: Είναι γνωστή ώς «νησί τών δαιμόνων» και «νησί τής κόλασης». Λένε πώς τά δαιμόνια κόβουν τις γούμενες τών καραβιών και δέν μπορούν ν’ αράξουν στο λιμάνι.
…Τό 1642 οί Καθολικοί κατώρθωσαν νά εγκατασταθούν στή Σαντορίνη. Παρά τήν αντίδραση τών Ελλήνων οί Ιησουίτες εξασφαλίζουν μέ δωροδοκίες τήν άδεια τών Τούρκων καί χτίζουν τήν πρώτη εκκλησία. Ό Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν άπό τούς πρωτοπόρους τής εκστρατείας προσηλυτισμού στό Αιγαίο. “Εζησε πολλά χρόνια στή Σαντορίνη καί είχε τήν ευκαιρία νά ταξιδέψη σέ πολλά νησιά τών Κυκλάδων. Καρπός τής προσωπικής εμπειρίας του άπό τή θρησκευτική αποστολή στις ελληνικές θάλασσες καί τίς περιηγήσεις του στά νησιά είναι τό χρονικό πού κυκλοφόρησε στό Παρίσι τό 1657. Όλόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρυκολάκων. Εχει τίτλο «Οί Ψευδοαναστημένοι πού οί Ελληνες ονομάζουν «βρυκολάκους». (Οι παραλλαγές της ονομασίας του βρυκόλακα στα κείμενα των περιηγητών : Βορδόλακας, ζορκόλακας, βουρδούλακας, νομόλακας, βολδόλακας, βουρκόλακας, βουλδούλακας κ.ά.). Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά ομαδικών παρακρούσεων των κατοίκων της Σαντορίνης. Πεθαμένοι πού ξαναγυρίζουν στη ζωή και εξοντώνουν τή νύχτα τούς νησιώτες, φρικαλέες σκηνές έκταφής «βρυκολακιασμένων», τελετές εξορκισμών άπο τούς ιερείς πάνω στά πτώματα μέσα στους ναούς, ανατριχιαστικοί άνασκολοπισμοί τών άλυωτων πτωμάτων μέ τσεκούρι και σκαπάνες. Αυτόπτης μάρτυρας τών σκηνών αυτών ό Ιησουίτης Ιεραπόστολος δεν αμφισβητεί διόλου την εμφάνιση τών βρυκολάκων και την κακοποιό δράση τους :
«Κάθε τόσο οί Ελληνες παππάδες, άφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη, πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν τό νεκρό πού υποπτεύονται πώς έχει βρυκολακιάσει. Κι’ αν βρουν τό πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο είναι πια βέβαιοι πώς ό νεκρός έγινε όργανο του Σατανά. Αρχίζουν τότε τούς εξορκισμούς και δέν σταματούν άν δεν δουν σημάδια πού νά φανερώνουν πώς έφυγε τό δαιμόνιο: όταν δηλαδή άρχίση ή αποσύνθεση του πτώματος.
»Αυτό έγινε πριν άπό λίγα χρόνια. Τό πτώμα ενός κοριτσιού (Καλλίστη τό όνομά του) βρέθηκε άλυωτο. Τό έφεραν στήν εκκλησία κι’ ό Ελληνας παππάς κατέφυγε στους εξορκισμούς. Και πραγματικά σέ λίγο άρχισε ή αποσύνθεση του πτώματος κατά τρομακτικό τρόπο, έτσι πού κανείς δέ μπορούσε νά μείνη πιά στο ναό άπό τή δυσοσμία. Τό έθαψαν, λοιπόν, και δέν ξαναφάνηκε ό βρυκόλακας πιά.
«Ωστόσο, μερικές φορές, οί εξορκισμοί τών Ελλήνων ιερέων δέν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα,είτε γιατί οί ίδιοι οί ιερείς δέν έχουν μεγάλη πίστη ειτε γιατί τό δαιμόνιο αντιστέκεται και δέν εννοεί νά εγκατάλειψη τή λεία του. Τότε ξερριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τή λιανίζουν μέ τό τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο τό νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται στή Γαλλία μέ τούς μάγους και τις μάγισσες, ύστερα άπό απόφαση της Δικαιοσύνης.
»Τελευταία πού πήγα στήν Αστυπάλαια έκαψαν πέντε πτώματα. Τά τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, τό τέταρτο ενός Ελληνα παππά και τό πέμπτο ενός κοριτσιού. Τό ίδιο έγινε και στή Νιό.
»Η γυναίκα ενός πεθαμένου ήρθε και μου εξομολογήθηκε πώς είδε τον άντρα της ατόφιο, πενήντα μέρες ύστερα άπό τήν κηδεία του. Μ’ όλο πού τον είχαν ξεθάψει και τον είχαν ενταφιάσει σέ άλλο σημείο κι’ είχαν γίνει όλοι οί καθιερωμένοι εξορκισμοί εκείνος ξαναγύρισε και βασάνιζε τον κόσμο• σκότωσε μάλιστα και τέσσερες ή πέντε ανθρώπους. Τότε τον ξέθαψαν για δεύτερη φορά και τον έκαψαν σέ επίσημη δημόσια τελετή.
«Πριν δυο χρόνια, γιά τήν ίδια αίτια, έκαψαν άλλα δυο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος πού νά μή γίνη λόγος γι’ αυτούς τούς ψευδαναστημένους.
»Άλλά εκείνο πού αναστάτωσε περισσότερο τή Σαντορίνη ήταν ή προσήλωση ενός βρυκόλακα στη χήρα του. Λεγόταν Αλέξανδρος, ήταν παπουτσής και κατοικούσε στον Πύργο. Υστερα άπο το θάνατο του παρουσιάστηκε στη γυναίκα του, όπως ακριβώς ήταν και στή ζωή. Ερχόταν στο σπίτι και δούλευε, μερεμέτιζε τά παπούτσια των παιδιών, έβγαζε νερό από τή στέρνα. Και πολλές φορές τον έβλεπε νά κόβη ξύλα γιά τή φαμελιά του. Υστερα άπο λίγον καιρό ό κόσμος τρομοκρατημένος τον ξέθαψε, τον έκαψε και μαζί μέ τον καπνό εξαφανίσθηκε και ή εξουσία του Σατανά.
»Εμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πώς στην Αμοργό αυτοί οί βρυκόλακες έχουν τόσο άποχαλινωθή πού δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι’ έκεί τις νύχτες αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι, πολλές φορές πέντε μαζί στά χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ηθελα νά έλθουν εδώ μερικοί από τούς δικούς μας τούς άθεους της Γαλλίας, όχι γιά ν’ ακούσουν άλλά νά δουν μέ τά μάτια τους στο φώς της ημέρας και νά βεβαιωθούν πόσο άδικο έχουν πού πιστεύουν ότι σάν πεθαίνει ό άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του. Ιδού όμως και μιά άλλη απόδειξη :
»Ό ηγούμενος του περίφημου μοναστηρίου της Άμοργού μου διηγήθηκε ότι ένας έμπορος από τήν Πάτμο, πηγαίνοντας στήν Ανατολή γιά εμπόριο, αντί νά κερδίση χρήματα έχασε τή ζωή του. Μαθαίνοντας ή γυναίκα του τό θάνατο του έστειλε ένα καίκι γιά νά φέρουν τό νεκρό στήν πατρίδα του και νά τον θάψουν κατά πώς ταιριάζει σέ χριστιανό. Εβαλαν λοιπόν τό πτώμα σέ μιά κασσέλα, τή φόρτωσαν στο καίκι και ξεκίνησαν γιά τό νησί. Ενας άπο τούς ναυτικούς κάθησε απάνω στήν κασσέλα. Ξαφνικά νοιώθει κάτι νά κουνιέται μέσα. Τό λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε νά τήν ξεκαρφώσουν γιά νά δουν σέ ποιά κατάσταση βρισκόταν ό νεκρός. Ανοίγουν και τί νά δουν. Ό πεθαμένος έδειχνε σά νά ήταν ολοζώντανος. Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Άλλά τί νά κάνουν, είχαν αναλάβει υποχρέωση. Ξανακάρφωσαν τή νεκρόκασα, έφθασαν στο νησί και τήν παρέδωσαν στή χήρα χωρίς νά πουν λέξη γιά ότι είδαν στο καίκι.
(Σημ. του συγγραφέα. Ύπάρχει. άραγε μιά πανάρχαιη παράδοση στίς δεισιδαιμονίες πού κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά τόν Μεσαίωνα και τούς νεωτέρους χρόνους; Οί αρχαιολόγοι πού μελέτησαν τά ευρήματα στά νεκροταφεία του Πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στή Σύρο, στή Νάξο, στήν Αμοργό (3000 π.Χ. περίπου) παρατήρησαν μέ έκπληξη οτι οί νεκροί θάβονταν σέ στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους, διπλωμένοι στά δύο, έτσι πού τά γόνατα νά φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και νά δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οί τάφοι καλύπτονταν άπο όλες τις πλευρές μέ βαρείες πλάκες, κλείνονταν οί νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους γιά νά μή μπορέσουν ίσως νά ξαναγυρίσουν στόν επάνω κόσμο και βασανίσουν τούς ζωντανούς. Γιά νά μή βρυκολακιάσουν, Ίσως.)
»Άλλά λίγες μέρες μετά τήν κηδεία ό πεθαμένος σκόρπισε τή φρίκη και τό θάνατο στο νησί. “Εμπαινε τις νύχτες στά σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι, άλλοι άπό τά χτυπήματα, άλλοι άπό τήν τρομάρα τους πήγαν στόν άλλο κόσμο.
»Οί ιερείς καί οί καλόγεροι τουτόπου έκαναν ότι μπορούσαν γιά νά σταματήσουν αυτή τήν τραγωδία. Ωστόσο οί εξορκισμοί και οί δεήσεις δέν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν, λοιπόν, νά διώξουν τό νεκρό άπό τό νησί και νά τον μεταφέρουν στόν τόπο του θανάτου του, στή Μικρά Ασία. Τον φόρτωσαν σ’ ένα καίκι, άλλά οί ναυτικοί δέν τον πέρασαν αντίπερα : στο πρώτο ερημονήσι πού βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι’ άπό τότε ό βρυκόλακας δέν ξαναφάνηκε.
ΠΗΓΗ Κυρ. Σιμόπουλου «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα” , http://skinious.blogspot.gr/