Η δραχμή (πληθυντικός: δραχμές) είναι νομισματική μονάδα η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο αλλά και από το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Όπως και πολλά νομίσματα της αρχαιότητας έτσι και η δραχμή εκτός από νομισματική μονάδα αρχικά αποτέλεσε μονάδα μέτρησης βάρους. Ένα αργυρό τετράδραχμο για παράδειγμα ήταν νόμισμα αργυρό με βάρος τεσσάρων δραχμών.
Ετυμολογία
Η λέξη δραχμή προέρχεται από το ρήμα δράττω, που σημαίνει αρπάζω (> δράττομαι = πιάνω σφικτά). Στην αρχαιότητα, μία δραχμή ήταν ίση προς 6 οβολούς, νόμισμα το οποίο στην παλαιότερη μορφή του είχε σχήμα σιδερένιας σούβλας. Το πάχος του ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι από αυτούς. Έτσι εκ του δράττω (όσους οβολούς μπορούσε ν’ αδράξει η παλάμη) προκύπτει η λέξη δραχμή.
Ιστορική αναδρομή
Οι δύο όψεις του Αθηναϊκού τετράδραχμου. Στην μία η Αθηνά και στην άλλη, το σύμβολο της Αθήνας, η γλαυξ (κουκουβάγια).
Για αιώνες η δραχμή ήταν ένα από τα νομίσματα του νομισματικού συστήματος του αρχαίου ελληνικού κόσμου αφού αρκετές πόλεις – κράτη εξέδωσαν νομίσματα με το όνομα αυτό με πιο γνωστά το αργυρό δίδραχμο του Φείδωνα, το Αθηναϊκό τετράδραχμο το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Παρόλο που δεν υπήρχε ενιαία τυποποίηση σε όλο τον ελληνικό κόσμο για το βάρος (δηλαδή 1 αθηναϊκή δραχμή είχε διαφορετικό βάρος από την δραχμή άλλων πόλεων) μία δραχμή είχε την εξής σταθερή σχέση με τα άλλα νομίσματα-βάρη της ίδιας πόλης κράτους:
• 1 δραχμή = 6 οβολοί
• 2 δραχμές = 1 στατήρας
• 100 δραχμές= 1 μνα
• 6000 δραχμές =1 τάλαντο
Ειδικά το αθηναϊκό τετράδραχμο αποτέλεσε το πλέον διαδεδομένο νόμισμα την περίοδο της ακμής της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου όπου επικράτησαν τα Μακεδονικά νομίσματα. Γινόταν δεκτό στις συναλλαγές σε όλον τον ελληνικό κόσμο ακόμα και στις πόλεις εκείνες οι οποίες δεν κρατούσαν φιλική στάση προς την Αθήνα. Στις μια όψη του απεικονίζεται η Αθηνά και στην άλλη το σύμβολο της πόλης των Αθηνών την γλαύκα (κουκουβάγια). Το νόμισμα αυτό ήταν ποιο γνωστό απλώς ως Αθηναϊκή γλαύκα. Αιώνες αργότερα η γλαύκα του Αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονίζεται και πάλι στη ελληνική εθνική όψη του κέρματος του 1 ευρώ.
Μακεδονικό τετράδραχμο στο οποίο απεικονίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος.
Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο όρος δραχμή διαδόθηκε και εκτός ελληνικού κόσμου . Ο μύθος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα του μεγάλου στρατηλάτη ήταν παράγοντας ο οποίος συντέλεσε ώστε να κοπούν δραχμές που να τον απεικονίζουν, από τους επιγόνους του αλλά και πολύ μετά από τον θάνατο του και από άλλους ηγεμόνες.
Η δραχμή που για αιώνες επικράτησε να χρησιμοποιείται σε ένα τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου άρχισε να εκλείπει σταδιακά ως νόμισμα μετά τις ρωμαϊκές κατακτήσεις και τη επικράτηση του Δηναρίου ως νομισματικής μονάδας. Παρόλα αυτά υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα νομίσματα τα οποία έχουν σαν ρίζα τη λέξη δραχμή όπως είναι το ντραμ της Αρμενίας το ντιρχάμ του Μαρόκου ή το ντιρχάμ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και βέβαια η δραχμή στο σύγχρονο ελληνικό κράτος.
Παρά την κατάργηση της ως νομίσματος, η λέξη “δραχμή” συνέχισε να χρησιμοποιείται στον Ελληνικό χώρο και άλλα μέρη της Ευρώπης από την πρώτη Βυζαντινή εποχή έως και σήμερα ως μονάδα βάρους, ενίοτε υποδιαιρούμενη σε “γράμματα” . Κάποτε ήταν γνωστή και ως “δραμή” από όπου πιθανότατα προέρχεται το “δράμι” αλλά και ευρωπαϊκές μονάδες βάρους όπως το drahm ή dram .
Σύγχρονη δραχμή
Η πρώτη νομισματική μεταρρύθμηση γίνεται λίγο μετά τον διορισμό του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και την άφιξη του στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Με Βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833 «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», αντικαθίσταται με την δραχμή ο Φοίνικας, νόμισμα που επιχείρησε να καθιερώσει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1828. Η νέα νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους η υποδιαιρείται σε 100 λεπτά. Από τότε και αδιάλειπτα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2002, η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.
Η καθιέρωση της δραχμής το 1833 αποτέλεσε αν όχι αναβίωση του ξεχασμένου μέχρι τότε νομίσματος, τότε ήταν ακόμα μια προσπάθεια της ελληνικής πολιτείας να συνδέσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό
Το νέο αυτό νόμισμα είχε βάρος 4,477 γραμμάρια από τα οποία τα 4,029 γραμμάρια ήταν καθαρό ασήμι και τα 0,448 χαλκός. Η ισοτιμία της δραχμής ορίστηκε στα 0,895 του γαλλικού χρυσού φράγκου.
Οι πρώτες δραχμές και οι υποδιαιρέσεις τους κόπηκαν στην Βαυαρία από μήτρες που κατασκεύασε στο Μόναχο ο Κόνραντ Λάνγκε, μετέπειτα διευθυντής του Ελληνικού Βασιλικού Νομισματοκοπείου. Παρόλο που το βασιλικό διάταγμα έχει ημερομηνία 8 Φεβρουάριου 1833 στη πρώτη δραχμή αναγράφεται το έτος 1832, το έτος δηλαδή διορισμού του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας.
Το νέο ελληνικό νομισματικό σύστημα ήταν στη σύλληψη διμεταλλικό (χρυσά και αργυρά νομίσματα), αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα. Τον Αύγουστο του 1833 απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία σε μια προσπάθεια να επιβληθεί το νέο νόμισμα.
Στις 30 Μαρτίου 1841 , μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στη οποία παραχωρήθηκε το προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων το οποίο και διατήρησε έως το 1927 οπότε και ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος.Πρώτος διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας ήταν ο Γεώργιος Σταύρου του οποίου το πορτραίτο εμφανίζεται στην κύρια όψη όλων των χαρτονομισμάτων που εξέδωσε η τράπεζα. Επίσης στην ίδια όψη και έως το 1923 εικονίζεται και ο βασιλικός θυρεός.
Toν Απρίλιο του 1867 η Ελλάδα υπογράφει συμφωνία με την Λατινική Νομισματική Ένωση ώστε η δραχμή να ακολουθήσει τους κανόνες ισοτιμιών της ένωσης όμως λόγω των πολέμων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε, η δραχμή δεν κατάφερε να προσχωρήσει στην ένωση πριν από το 1910.
Κατά την περίοδο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου η δραχμή γνωρίζει την μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της κάτω από την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού που δημιουργήθηκε λόγω των συνθηκών της εποχής. Τυπώθηκαν χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία ακόμα και δισεκατομμυρίων δραχμών που η ανταλλακτική τους αξία ήταν μηδαμινή.
Το 1944 εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Είχε ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης. Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ. Αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την Γερμανική κατοχή, έγιναν δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι ένα σταθερό νόμισμα. Τον Νοέμβριο του 1944 με την πρώτη μετακατοχική νομισματική μεταρρύθμιση η παλιά και υποτιμημένη δραχμή αντικαταστήθηκε με μια νέα με ισοτιμία που ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για κάθε 1 νέα.
Η νέα δραχμή διατηρήθηκε μία δεκαετία έως το 1954 οπότε με την δεύτερη μετακατοχική μεταρρύθμιση αντικαταστήθηκε ξανά με μία νεότερη με αναλογία 1000 δραχμές προς 1 νέα. Σύμφωνα με το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς στο οποίο είχε ήδη προσχωρήσει η δραχμή από το 1953, το νέο νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο των ΗΠΑ με σταθερή ισοτιμία 30 δραχμές = 1$. Το 1973, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς καταργήθηκε και η συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων έπαψε να είναι σταθερή.
Την 1η Ιανουαρίου 2002, η ελληνική δραχμή αντικαταστάθηκε επίσημα από το ευρώ, και από την 1η Μαρτίου 2002 δεν αποτελεί πλέον νόμιμο χρήμα στην Ελλάδα.