ΟΙ ΜΠΑΜΠΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

ΟΙ ΜΠΑΜΠΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ  “Φάε όλο το φαϊ σου γιατί θα έλθει ο μπαμπούλας να σε πάρει!”
“Μη βγεις έξω, γιατί θα σε φάει η Λάμια! ή θα σε πάρει στο σπίτι της η Μεσημερού!’

Τόσες και τόσες φοβέρες σα μικρά παιδιά από τους γονείς μας, για να μας νουθετήσουν και προστατέψουν, όταν ζητούσαμε απερίσκεπτα και πεισματικά να “κάνουμε το δικό μας”, παρακούοντάς τους. Όταν δεν μπορούσαν να βρουν άμεσα μια καλύτερη λύση, όταν ο λόγος δεν “έπιπτε” και δεν ήθελαν να “πέσει η ράβδος”, κατέφευγαν αναγκαστικά στο φόβητρο του τρομακτικού, υπερφυσικού αγνώστου που επιβουλευόταν την ακεραιότητά μας και εχεφροσύνη μας.

Άγνωστες τότε μυθολογικές μορφές, τερατώδεις, δύσμορφες και κακόβουλες, προβάλλονταν αποτρεπτικά στη συνείδησή μας, με ειδικά επιλεγμένα λόγια εντυπωσιασμού για την κακοποιό δράση τους, πολλούς υπαινιγμούς και ελάχιστες λεπτομέρειες, για να μπορέσει η γόνιμη φαντασία μας να κτίσει ό,τι το φοβερότερο και τρομακτικότερο για μας…

Νύμφες, στοιχειά, ξωτικά, και νεράιδες, αερικά, μάγισσες, αράπηδες, νάνοι, δράκοι και δαίμονες στοίχειωναν από την αρχαιότητα όλη την ύπαιθρο και γίνονταν τη νύχτα ή τις ιδιαίτερες εκείνες ώρες που οι γονείς μας δεν ήθελαν να βγούμε έξω … ιδιαίτερα επικίνδυνοι.. Ακόμα και η Χριστιανική θρησκεία μιλούσε γι’ αυτά τα δαιμόνια που μπορούσαν να σαλεύσουν το νου σου και βρίσκονται σε φαράγγια, σταυροδρόμια, άλση, ποτάμια και ρεματιές, προφέροντας κατάλληλες προσευχές εναντίον τους. Αν βρεθείς σε αυτά τα μέρη, μπορεί να χάσεις τα λογικά σου, μπορεί να σου κοπεί η λαλιά, να μαγευτείς και να ξεμυαλιστείς ή να σε απαγάγουν τα ξωτικά στα βασίλειά τους και να εξαφανιστείς από αυτό τον κόσμο. Και αν τα στοιχειά είναι πιο κακοποιά και δαιμονικά, μπορεί ακόμα και να σε φάνε ή να σου πιουν το αίμα σα βρικόλακες… Πολλοί και μεγάλοι οι μεταφυσικοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν εκεί έξω και το καλύτερο που έχεις να κάνεις, ιδιαίτερα τη νύχτα, είναι να ασφαλίσεις την πόρτα σου και να κλειστείς μέσα στο σπίτι σου…

Ο σύγχρονος ορθολογισμός, η αστική ζωή στις μεγάλες πόλεις και η τηλεόραση έχουν καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος του μαγικού και υπερφυσικού, μαζί και τους φόβους του και τα φόβητρα δεν έχουν πια την παλιά τους ισχύ. Οι μεγάλοι δεν εξιστορούν πια στα παιδιά τη νύχτα τους μύθους, θρύλους και παραδόσεις της φυλής τους για το άγνωστο, εκπαιδεύοντας και διεγείροντας τη φαντασία τους, η οποία νωθρεί πια από αχρησία, παίρνοντας έτοιμη πάντα τροφή από το σύγχρονο μαγικό χαζοκούτι ….Τα σημερινά τέρατα δεν είναι πια ιδιωτικά, διανθιζόμενα από τη φαντασία του καθενός μας, αλλά κοινά, συγκεκριμένα, τηλεοπτικά και δυστυχώς τα περισσότερα από αυτά ρεαλιστικά ….

Οι αρχαίοι έλληνες, ζώντας επί το πλείστον στην ύπαιθρο, σε μικρές πόλεις ή χωριά, σε άμεση επαφή με το μαγικό και το υπερφυσικό και χωρίς βίντεο και τηλεοράσεις για να τους προσγειώνουν σε ένα ανιαρό, προβληματικό, υποτιθέμενα “γνωστό” κόσμο, είχαν βέβαια μια άλλη επαφή με τη φύση, το άγνωστο, το μαγικό και μυστηριώδες και οι μπαμπούλες και τα φόβητρα που χρησιμοποιούσαν οι γονείς και οι τροφοί τότε για να νουθετήσουν τα άτακτα ή ανυπάκουα παιδιά είχαν πολύ μεγαλύτερη ισχύ και οι διαπλαθόμενες εικόνες από τη φαντασία πειθώ απ’ ό,τι τα σημερινά.

Μελετώντας τα σημαντικότερα από αυτά τα αρχαία ελληνικά φόβητρα θα δούμε πώς όλα σχεδόν έχουν μεταφερθεί μεταπλασμένα στην νεοελληνική παράδοση, η οποία ξεπερνιέται σιγά-σιγά στη σύγχρονη εποχή αντικαθιστάμενη από μια άλλη νεομυθολογία.

Τα πιο συνήθη τέρατα με τα οποία φοβέριζαν οι αρχαίοι έλληνες τα παιδιά τους ήταν η Γελλώ, η Μορμώ, η Λάμια, η Έμπουσα και η Γοργώ ή ακόμα οι Άρπυιες, όλα θηλυκής μορφής, με εξαίρεση τον Εφιάλτη ή Πνιγαλίωνα. Φόβητρα ήσαν επίσης οι γραίες Ακκώ και Αλφιτώ, οι οποίες υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα, και από τα ζώα ιδιαίτερα ο λύκος, όπως φαίνεται και στο μύθο του Αισώπου “Ο λύκος και η Γριά”.

Ακκώ και Αλφιτώ

Η Ακκώ ήταν σύμφωνα με την παράδοση μια ανόητη γυναίκα της αρχαιότητας, η οποία έμεινε παροιμιώδης για την χαζομάρα της. Λέγεται π.χ. πως καθρεφτιζόταν επί ώρες στον καθρέφτη συνομιλώντας με την εικόνα της. Από το όνομά της προέρχεται και το ρήμα “ακκίζομαι”, που σημαίνει “κάνω νάζια και ψευτοκαμώματα, κουνήματα, τσακίσματα κ.λ.π”, απ’ όπου και οι γυναικείοι “ακκισμοί”. Φοβερίζοντας οι αρχαίοι το παιδί τους ότι θα το δώσουν στην Ακκώ, αν δεν τους ακούσει., εννοούσαν μια τρελή και παλαβή που γύρευε τι θα του έκανε…..

Από την άλλη μεριά η Αλφιτώ ήταν μια διάσημη γριά στις λαϊκές συνοικίες των Αθηνών, η οποία πασπάλιζε το πρόσωπό της με αλεύρι για να φαίνεται νεαρότερη και ομορφότερη, αντί για το συνηθισμένο ψιμύθιο (πούδρα) των γυναικών, επιτυγχάνοντας στη πραγματικότητα το αντίθετο και τρομάζοντας τους περαστικούς. Δεν έβαζε όμως μυαλό και συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, μέχρι που κατάντησε και αυτή ένα παροιμιώδες φόβητρο των μικρών άτακτων παιδιών.

Η Γελλώ

Η Γελλώ (Γέλλου ή Γιλλού), ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό: ένα φάντασμα ή δαίμονας που έπνιγε τα μικρά παιδιά. Η παράδοση τη θεωρεί αρχικά σα μια νεαρή κόρη από τη Λέσβο που πέθανε πάνω στον τοκετό. Από τότε έγινε ένα δαιμονικό φάντασμα με γυναικεία μορφή που προσπαθεί να βλάψει τις νεαρές γυναίκες, ιδίως τις λεχώνες, και να πνίξει τα νεογέννητα βρέφη τους ή να τους απορροφήσει το αίμα και να τα κάνει να πεθάνουν. Σύμφωνα με την υπάρχουσα τότε πρόληψη, άμα έβλεπε κάποιος ένα μωρό να γελάει στον ύπνο του, έπρεπε αμέσως να το ξυπνήσει, γιατί το γέλιο του, λόγω του ομόηχου με το όνομά της, το προκαλούσε η δαιμόνισσα Γελλώ, η οποία υπήρχε έτσι φόβος να το πνίξει.

Η Σαπφώ αναφέρει την παροιμία “Γελλούς παιδοφιλωτέρα”, η οποία, όπως επεξηγεί ο παροιμιογράφος Ζηνόβιος, αναφέρεται σε αυτούς που πεθαίνουν πρόωρα.

Παρότι οι δοξασίες για τη Γιλλώ στηρίζονται στις παραδόσεις των αρχαίων Νυμφών, οι τελευταίες δεν ήσαν πάντα βλαπτικές, σε αντίθεση με τη Γελλώ που θεωρείται πάντα κακοποιός και παραλληλίζεται πολλές φορές με την Λάμια και την Έμπουσα ή ακόμα με τον Εφιάλτη ή Βραχνά που νιώθει κάποιος να τον πνίγει στο στήθος ενώ κοιμάται. Οι παραδόσεις της διασώθηκαν στους Βυζαντινούς, οι οποίοι θεωρούσαν σαν διώκτες της, με τους εξορκισμούς τους, τους αγίους Μάμαντα και Αρσένιο και αναφέρουν επίσης τη διάσωση από αυτήν των παιδιών της οσίας Μελτινής από τους αγίους Σισίνιο, Σίνη και Σινόδωρο. Οι Βυζαντινοί της έδιναν επίσης διάφορες προσωνυμίες, όπως Αμορφώ, Μωρά, Βυζού, Μαρμαρού, Πετασία, Πελαγία, Βαρδόνα, Απλετού, Χαμοδράκαινα, Αναβαρδαλαία, Ψυχρανοσπάστρια ή Ψυχοανασπάστρια, Παιδοπνίκτρα, Στρίγγλα, Μαυλού, Μυία κ.λ.π..

Λέγεται ότι η Γελλώ μπορούσε να βλάψει ένα παιδί μόνον για ένα χρόνο μετά τη γέννησή του, διότι εξουδετερωνόταν μετά από τη Μοίρα Αδράστεια. Προτρέπεται επίσης όποιος περαστικός συναντούσε στο δρόμο κοιμισμένη και ενεδρεύουσα τη Γελλώ, αμέσως να την χαστουκίσει και να την ξυπνήσει, γιατί διαφορετικά “μπορεί να τον αρπάξει και να τον σύρει στα πηγάδια….”

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα διάφορα νεότερα ονόματα της αρχαίας Γελλούς και οι επικρατούσες προλήψεις γύρω από αυτήν συναντώνται σήμερα μόνο στα νησιά των Κυκλάδων και του αρχιπελάγους (Μύκονο, Τήνο, Σύμη, Τήλο, Χίο κ.λ.π.) και όχι στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα.

Έμπουσα

Η Έμπουσα, αναφερόμενη συνήθως από τους κωμικούς (Αριστοφάνη κ.λ.π.), ήταν ένα φάσμα ή καταχθόνιος δαίμονας στην ακολουθία της θεάς Εκάτης, με την οποία συχνά ταυτιζόταν, αν και συνήθως υποστηρίζεται ότι αποστελλόταν από αυτή σαν προάγγελος μιας μελλοντικής δυστυχίας. Είχε την ικανότητα να αλλάζει συνεχώς μορφή, παίρνοντας συνήθως τη μορφή γαϊδάρου, μουλαριού, αγελάδας, σκύλου και πουλιού ή ακόμα και δέντρου, πέτρας, παιδιού και μιας πολύ όμορφης γυναίκας. Σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητά της οφείλεται η παροιμιώδης έκφραση “εμπούσης μεταμορφώσεις”. Το πρόσωπό της έλαμπε από φωτιά και είχε ένα πόδι (έν-πουσα=έμπουσα), απ’ όπου επίσης τα προσωνύμιά της ενίπους, μονόπους κ.λ.π.. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι είχε δύο πόδια, το ένα χάλκινο και το άλλο γαϊδουρινό ή από κοπριά γαϊδάρου (ονόκωλος, ονοσκελίς, ονοσκελιά, ονοκώλη κ.λ.π.). Εξορμούσε από σκοτεινούς τόπους και τρόμαζε τις γυναίκες και τα παιδιά, χρησιμοποιούμενη έτσι σαν ένα ισχυρό φόβητρο.

Αναφέρεται ότι ο Απολλώνιος ο Τυανέας είδε την Έμπουσα στον Ινδό ποταμό και ότι κατά τη μία της αυτή εμφάνιση, αυτή μετέβαλλε αστραπιαία μπροστά του τη μορφή της και τέλος εξαφανίστηκε τρίζουσα όπως οι σκιές των πεθαμένων, όταν της απηύθυνε κολακευτικά λόγια.. Οι γραμματικοί την ταυτίζουν με την Γελλώ ή την Μορμώ ενώ άλλοι την αναφέρουν μαζί με τον θαλάσσιο δαίμονα Πρωτέα, που είχε επίσης την ικανότητα της μεταμόρφωσης. Πάνω σε αυτό ο Λουκιανός στο βιβλίο του “Περί Ορχήσεως” θεωρεί τόσο τον Πρωτέα όσο και την Έμπουσα σα χορευτές, δηλαδή “μιμητικούς ανθρώπους που μπορούσαν να πάρουν διάφορα σχήματα και μορφές, αλλά παραλαμβάνοντάς τους ο μύθος τους παρέστησε με παράξενο τρόπο ότι τάχα μετεβάλλονταν σε ό,τι μιμούνταν…”

Οι σύγχρονοι ερμηνευτές την θεωρούν παρόμοια με τη νεράιδα, τη λάμια ή την “ξωθιά” και το “ξωτικό” της νεοελληνικής μυθολογίας ή ακόμη με τους βρικόλακες και τα “στοιχειά”. Σύμφωνα με τον Δημοσθένης το όνομά της είχε σαν παρωνύμιο και η μητέρα του αντιπάλου του ρήτορα Αισχίνη που ήταν ιέρεια των Μυστηρίων, διότι αυτή εμφανιζόταν ξαφνικά τη νύχτα στους μυουμένους σε σκοτεινά μέρη και τους τρόμαζε.

Λέγεται ότι η Έμπουσα κατεδίωκε τους ταξιδιώτες και τους έτρωγε, αν και μπορούσε κάποιος να προστατευτεί από αυτήν λέγοντας βωμολοχίες εναντίον της. Μερικές φορές μεταμορφωνόταν σε μια όμορφη γυναίκα για να σαγηνεύσει τους νεαρούς άντρες και να τους απομυζήσει μετά το αίμα ταυτιζόμενη έτσι κατά μερικούς με την Ιουδαϊκή δαιμόνισσα Λίλιθ.

Μορμώ (Μομβρώ ή Μομμώ)

Η Μορμώ ήταν ένα μυθολογικό τρομακτικό φάντασμα με τη μορφή μιας δύσμορφης γριάς γυναίκας, με λυκίσιο ή σκυλίσιο πρόσωπο που έστελνε η θεά Εκάτη από τον Άδη και χρησιμοποιόταν σα φόβητρο των μικρών παιδιών. Πολλοί την ταυτίζουν με την Έμπουσα και τη Λάμια, θεωρώντας την σαν ένα τερατώδες φάσμα, δαίμονα ή βρικόλακα που τρώει ανθρώπους. Από το όνομά της παράγεται και η λέξη μορμολύκειο ή μορμολύκη, η προσωπίδα που παρίστανε τη Μορμώ που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σα φόβητρο των παιδιών. Κατά συνεκδοχή μορμολύκεια αποκαλούσαν επίσης οι αρχαίοι έλληνες τα προσωπεία που έφεραν οι ηθοποιοί στα θέατρα.

Όπως γράφει ο λεξικογράφος Ησύχιος:
• η Μορμώ. και φόβητρον
[• των τραγωδών τα προσωπεία]
• ο ημείς Μορμώ φαμεν, το φόβητρον τοις παιδίοις

Λάμια
Η μαύρη Λάμια που έκλεισε
στην καρδιά της τον Άδη,
να κατέβω με πρόσταξε
μέσ’ στο ξερό πηγάδι,
νάβρω το δαχτυλίδι της
που μέσα εκεί έχει πέσει
μ’ ένα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στη μέση.
Ψάχνω, δε βρίσκω τίποτε…
Ω νύχτα, ω τέρας πλάνο!
Στα πόδια μου μιαν άβυσσο,
και μια Λάμια αποπάνω.
Κ.Παλαμάς

Η Λάμια είναι το κατεξοχήν αρχαίο μυθικό τέρας που τρέφεται με ανθρώπινες σάρκες και χρησιμοποιήθηκε σα φόβητρο των μικρών παιδιών: “θα σε φάει η Λάμια!”. Μεταφορικά χρησιμοποιείται επίσης για δύσμορφες γυναίκες και για αδηφάγους: “τρώει σα λάμια!” Λάμια επίσης ονόμαζαν οι αρχαίοι ένα αδηφάγο ψάρι της τάξεως των σελαχοειδών (αλλιώς λάμνα και λάμνη). Σαν ουδέτερο ακόμα τα λάμια σήμαιναν στην αρχαιότητα τα χάσματα ή βάραθρα.

Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο του 3ου π.χ. αιώνα Δούριδα, η Λάμια γεννήθηκε από τον Βήλο και τη Λιβύη και λόγω των θελγήτρων της αγαπήθηκε από τον Δία προκαλώντας τη ζηλοτυπία της Ήρας, η οποία οργισμένη της αφαίρεσε τον ύπνο και την καταδίκασε να γεννά τα παιδιά της νεκρά. Ο Δίας τη λυπήθηκε όμως και της έδωσε την δυνατότητα να μπορεί να απομακρύνει τα μάτια της για να κοιμάται και μετά να τα ξαναβάζει στη θέση τους (διόραση;). Η τραγική της κατάσταση την εξαγρίωσε και έκανε τη μορφή της τρομακτική. Περιπλανιόταν έτσι άσχημη μέσα στη νύχτα κλέβοντας από ζήλια τα νεογέννητα μωρά των άλλων γυναικών, τα οποία και έτρωγε. Οι ξαφνικοί έτσι θάνατοι των βρεφών αποδίδονταν σε αυτήν και χρησιμοποιόταν σαν φόβητρο από τις τροφούς για τον εκφοβισμό των άτακτων παιδιών. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση έπαιρνε τη μορφή μιας όμορφης γυναίκας και αποπλανούσε τους νεαρούς άντρες πίνοντας τελικά το αίμα τους και τρώγοντας τη σάρκα τους, αποτελώντας έτσι το πρότυπο των βρικολάκων.

Μοιάζει λοιπόν πολύ με τη μυθολογική Γελλώ ή ακόμα με την Έμπουσα και τη Μορμώ. Μερικοί την ταυτίζουν επίσης με την Εβραϊκή Λίλιθ, την πρώτη γυναίκα του Αδάμ που πλάσθηκε μαζί του σαν ένα ενιαίο ανδρόγυνο πλάσμα και διαχωρίστηκε μετά από αυτόν για να του δοθεί μια σύντροφος. Εκπληκτικής ομορφιάς και αυτή, ταυτιζόμενη επίσης πολλές φορές όπως και η Λάμια με τις νεράιδες και τους θηλυκούς δαίμονες των σεξουαλικών ενυπνίων (σουκούμπι), ξεμυαλίζει τους άντρες, τους αποπλανεί και μετά τους σκοτώνει και τους τρώει. Ανάλογα ταυτίζεται με τις Λίλιν ή Λίλιμ (ενικός Λίλι), τις κόρες της Λίλιθ με τον δαίμονα Ασμοντάι, που γεννήθηκαν όταν αυτή ήταν ακόμη γυναίκα του Αδάμ και οι οποίες έχουν επίσης μια ανάλογη λειτουργία με τις Μεσαιωνικές σουκούμπους και τη μητέρα τους, ξελογιάζοντας και τρώγοντας νεαρούς άντρες ή απαγάγοντας μικρά παιδιά σαν αυτήν.

Μεταγενέστερες παραδόσεις μιλάνε όχι για μία μόνο, αλλά για πολλές λάμιες, τέρατα με τη μορφή γυναικών που προκαλούν με τα θέλγητρά τους τούς νεαρούς άντρες και τους απομυζούν το αίμα σκοτώνοντάς τους και τρώγοντας μετά τα σωθικά τους. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους θεωρούνταν εκτός από τη δίψα τους για αίμα και την αδηφαγία τους, η βρωμιά και απλυσιά και η βλακεία τους. Η σύγχρονη ελληνική παροιμία “της Λάμιας τα σαρώματα” υπονοεί την τσαπατσουλιά τους και η κοινή έκφραση “το παιδί το έπνιξε η Λάμια” εξηγούσε τον αιφνίδιο θάνατο των νεαρών παιδιών.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις των Δελφών η Λάμια ή Σύβαρις ήταν ένα πελώριο θηρίο που διέμενε μέσα σε μια σπηλιά του όρους Κίρφι της Φωκίδας, το οποίο άρπαζε ανθρώπους και ζώα. Μετά από χρησμό του Μαντείου των Δελφών, αποφασίσθηκε να της προσφερθεί σαν εξιλέωση ένας νεαρός άντρας, ο οποίος ορίστηκε με κλήρο να είναι ο Αλκυωνέας. Ενώ όμως αυτός μεταφερόταν στεφανωμένος στο τόπο του μαρτυρίου του, τον αντικατέστησε με τη θέληση του ο γενναίος Ευρύβατος, ο οποίος μπαίνοντας μέσα στο σπήλαιο άρπαξε τη Λάμια και την εκσφενδόνισε στους βράχους συντρίβοντάς την. Στο μέρος που αυτή έπεσε σχηματίστηκε τότε μια πηγή που ονομάσθηκε Σύβαρις. Η πόλη Σύβαρις της Μεγάλης Ελλάδας, κοντά στον Κρότωνα, αποικία των Αχαιών, όφειλε το όνομά της σε αυτό ακριβώς το θρυλικό τέρας.

Στο Βίο του Απολλωνίου του Τυανέως ο Φιλόστρατος αφηγείται ότι η Λάμια είχε αποπλανήσει ένα νεαρό από την Κόρινθο, ο οποίος ετοιμαζόταν να την παντρευτεί. Στο γάμος της όμως παρευρισκόταν και ο Απολλώνιος, ο οποίος μπόρεσε να διακρίνει το τέρας κάτω από τη γοητευτική εμφάνιση της Λάμιας και να προειδοποιήσει το νεαρό. Από την ιστορία αυτή εμπνεύσθηκε ο Keats το ποίημά του Lamia.

Και οι Ρωμαίοι φοβέριζαν τα παιδιά τους με τη Λάμια, ενώ ο ποιητής Οράτιος φαντάζεται στο ποίημά του Ars Poetica (Ποιητική Τέχνη) τη δυνατότητα της επανάκτησης των ζωντανών παιδιών που είχε αυτή καταβροχθίσει. Σε εμβλήματα της Αναγέννησης παρουσιάζεται με το σώμα ενός ερπετού και το στήθος και το κεφάλι μιας γυναίκας. Αν και συνήθως θηλυκή, ο Αριστοφάνης υπονοεί ότι διαθέτει έναν ερμαφρόδιτο φαλλό, μάλλον για λόγους τερατολογίας. Ακόμα όλοι οι θηλυκοί βρικόλακες που πίνουν αίμα ονομάζονταν λάμιες.

Στις νεοελληνικές παραδόσεις οι λάμιες είναι δαίμονες των πηγών, των κρηνών, των φρεάτων και των ποταμών. Πολλές φορές μάλιστα πιστεύεται ότι κάθε πηγή ή κρήνη είχε τη δική της λάμια, με το ίδιο όνομα. Η λαϊκή φαντασία τις θεωρούσε σαν όμορφες και ψηλόσωμες γυναίκες, με πολύ μεγάλα στήθη (με τα οποία “καθαρίζουν το φούρνο”) και πολλές φορές με περισσότερα από δυο πόδια διαφόρων ειδών: “ένα χαλκωματένιο, το άλλο γαϊδουρινό και το άλλο βοϊδινό ή κατσικίσιο ή ανθρώπινο”. Λέγεται ότι κρατούν τα νερά και δεν τα αφήνουν αν οι άνθρωποι δεν τους προσφέρουν σα θύμα έναν άνθρωπο, τον οποίο και κατασπαράσσουν με την παροιμιώδη αδηφαγία τους, μοιάζοντας έτσι με τους δράκοντες. Ακόμη πιστεύεται ότι πνίγουν τα βρέφη και τα ζώα και απομυζούν το αίμα τους, θυμίζοντάς με την αρχαία παιδοπνίκτρα Γελλώ. Σαν τόπος κατοικίας τους έχουν οι περισσότερες τα δέντρα, όπως οι αρχαίες νύμφες των δασών. Παριστάνονται ακόμη και σαν θαλάσσιοι δαίμονες, συγχεόμενες με τις νεράιδες, των οποίων σα βασίλισσα θεωρείται η Λάμια, διαφέροντας όμως πάντα από αυτές εξ’ αιτίας της κακοποιού πάντα δράσης τους. Αυτές είναι που προκαλούν τα “σιφουνικά και τ’ ανεμορούφαλα” και βυθίζουν τα πλοία ή πηδούν και χορεύουν πάνω στα κύματα παρασέρνοντας με τα τραγούδια τους τούς ναύτες, των οποίων τα πλοία συντρίβονται πάνω στους βράχους και τους υφάλους. Μοιάζουν έτσι και με τις μυθικές Σειρήνες. Γενικά σε όλες τις νεοελληνικές παραδόσεις και στα παραμύθια οι λάμιες απηχούν με διάφορες μορφές τους αντίστοιχους αρχαιοελληνικούς μύθους.

Ονομαστή ήταν επίσης η Αθηναία εταίρα Λάμια, διάσημη για τη σχέση της με τον Δημήτριο το Φαληρέα.

Παραδόσεις για λάμιες υπάρχουν επίσης στη Βουλγαρία και στη χώρα των Βάσκων.

Ο Εφιάλτης (Ηπιάλης. Ηπίαλτος και Επίαλος)

Ο Πνιγαλίων επίσης κατά την αρχαιότητα και ο Βαβουτζικάριος των Βυζαντινών ή συνηθέστερα σήμερα Βραχνάς, Αβραχνάς, Βαρυπνάς, Μώρα και Ήσκιος. Οι αρχαίοι τον φαντάσθηκαν με τη μορφή ενός κατωτέρου δαίμονος της αγωνίας και τον συσχέτισαν ίσως με τον ομώνυμο Γίγαντα της μυθολογίας που θέλησε να βάλλει το Πήλιο πάνω στην Όσσα για να φτάσει στον Όλυμπο. Η νεοελληνική μυθολογία τον συσχέτισε με τους καλικαντζάρους του Δωδεκαημέρου ή ακόμα τον προσωποποίησε με ένα μικρό παιδί που πηδά ξαφνικά πάνω στο στήθος μας ή με μια δύσμορφη ή δασύτριχη γυναίκα ή λάμια ή ακόμα με ένα άνδρα μικρού αναστήματος με σκούφο, “φέσι” ή “καλπάκι”. Στην Ανατολική Θράκη μάλιστα πιστεύουν ότι όλη η πάλη γίνεται γι αυτό το περίφημο καλπάκι: “Αλλοίμονό του αν του το αρπάξεις από το κεφάλι. Ότι του ζητήσεις θα σου το δώσει για να το πάρει πίσω”. Έχει επίσης ταυτιστεί με τις σκανδιναβικές Βαλκυρίες και μερικοί τον φαντάζονται σα μια μάγισσα ή ένα φάσμα που πιέζει το στήθος ή τη κοιλιά εμποδίζοντας το λόγο και την αναπνοή.

Αν και η λέξη Μώρα είναι σλαβική και σημαίνει ερωμένη, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι προέρχεται από την αρχαία “Μορμώ”. Είναι ένα πνεύμα που εμφανίζεται με τη μορφή μιας άσχημης μαυροφορεμένης γριάς γυναίκας (ή ενός μικροσκοπικού) νάνου στο ύπνο μας, συνήθως όταν κοιμόμαστε ανάσκελα, και μας κρατάει ακίνητους προσπαθώντας να μας πάρει την αναπνοή… Μερικοί την ταυτίζουν επίσης με τη Λίλιθ, την πρώτη γυναίκα του Αδάμ, ή με μια από τις τρεις κόρες της. Έχει θεωρηθεί ακόμα σαν ένας “ψυχικός βρικόλακας”, μια αρνητική σκεπτομορφή που εκπέμπει κάποιος εναντίον σου και την στέλνει στον ύπνο σου προσπαθώντας να σου πάρει την ενέργεια ή ακόμα να σε σκοτώσει..

Αν και η προστασία από τη Μώρα είναι πολύ δύσκολη λέγεται ότι το παρακάτω στιχάκι ή προσευχή που λες τρεις φορές πριν κοιμηθείς μπορεί τελικά να σε προστατεύσει:

“Μόρα – Μόρα κακαβού μέτρα τ’ άστρα τ’ ουρανού, τη φακή του κιλού, τα βότσαλα της θάλασσας και τις πέτρες της γης και μετά έλα σε μένα.”

Μέχρι η Μώρα να μετρήσει όλα αυτά τα αμέτρητα που τις έβαλε, εσύ θα έχεις ξυπνήσει…Αποτελεσματικό θεωρείται επίσης εναντίον της το θάρρος σου, το να την κοιτάξεις κατευθείαν στα μάτια δείχνοντάς της ότι δεν τη φοβάσαι…

Γοργώ (ή Γοργόνη)

Είναι η νεοελληνική γοργόνα. Ένα τρομακτικό θαλάσσιο τέρας που σύμφωνα με την αρχαία παράδοση γεννήθηκε από τη Γη για να βοηθήσει τους γιους της Γίγαντες όταν αυτοί πολεμούσαν εναντίον των θεών στο Φλεγραίο πεδίο. Την σκότωσε τελικά η “Γοργοφόνη” Αθηνά, η οποία και χρησιμοποίησε στη συνέχεια το δέρμα της σαν ασπίδα (αιγίδα) και το έθεσε επίσης στο κράνος της κεφαλής της (“Γοργολόφος”).
Σύμφωνα με άλλους μύθους οι Γοργόνες ήσαν τρεις: η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα. Η τελευταία ήταν η μόνη θνητή από τις τρεις, την οποία αποκεφάλισε ο Περσέας και έδωσε στην Αθηνά το κεφάλι της, το περίφημο “Γοργόνιον”, το οποίο παριστάνεται πάντα πάνω στην αιγίδα της Αθηνάς καθώς επίσης στις ασπίδες των πολεμιστών για εκφοβισμό των αντιπάλων τους.
Οι Γοργόνες κατοικούσαν στις Δυτικές εσχατιές της Γης, πέρα από τη Νύχτα και τον Ωκεανό, κοντά στις Εσπερίδες. Είχαν τερατώδη μορφή με περιτυλιγμένα φίδια στο λαιμό, στο κεφάλι και στη μέση τους, με μεγάλα κοφτερά δόντια σα χαυλιόδοντες αγριογούρουνων, χέρια από χαλκό, χρυσά πτερά με τα οποία πετούσαν, πλακουτσή μύτη και αγριωπά μάτια που προκαλούσαν τον τρόμο και την απολίθωση σε όποιον τις κοιτούσε. Ο Αισχύλος τις παρουσιάζει να κατοικούν στα πεδία της Κισθήνης, γύρω από το όρος Άτλαντα της Λιβύης, να είναι πτερωτές και οφιοπλόκαμες και όποιος τις αντικρίζει να πεθαίνει (Προμηθ. Δεσμώτης).
Από τη μεριά του ο Διόδωρος ο Σικελιώτης τις θεωρεί έθνος γενναίων γυναικών που κατοικούσαν στη Λιβύη κοντά στη λίμνη Τριπωνίδα και πολεμούσαν συνεχώς κατά των γειτονικών τους Αμαζόνων. Αυτές καταπολεμήθηκαν επί βασιλείας της Μέδουσας από τον Περσέα και τις αφάνισε μετά ο Ηρακλής, μαζί με τις Αμαζόνες.

Άρπυιες

Τέλος παρουσιάζουμε τις Άρπυιες (από το ρήμα αρπάζω…), τις τερατώδεις κόρες τους Θαύμαντος και της Ηλέκτρας και αδελφές της αγγελιαφόρου των θεών Ίριδας, αγγελιαφόροι οι ίδιες του Κάτω Κόσμου… Ο Όμηρος αναφέρει μία μόνον Άρπυια, την Ποδάργη (γοργοπόδαρη), την οποία και θεωρεί μητέρα των ίππων του Αχιλλέα Ξάνθου και Βαλίου με τον Ζέφυρο. Ο Στησίχορος τη θεωρεί επίσης μητέρα των ίππων Φλογίου και Άρπαγου των Διοσκούρων. Ο Ησίοδος αναφέρει δύο: την Ωκυπέτη (γρηγοροπετούσα) και την Αελλώ (θύελλα), στις οποίες προστέθηκε αργότερα και η Κελαινώ. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν άλλα ονομάτα αυτών, όπως Νικοθόη (θέω = τρέχω), Αελλόπους, Ωκυθόη, Ωκυπόδη κ.λ.π. που όλα δείχνουν τη ταχύτητα δράσης τους.

Οι Άρπυιες κατοικούσαν στα “άκρα του κόσμου”, δυτικά της Ελλάδας, κοντά στον ωκεανό. Άλλοι τις τοποθετούν στη Θράκη όπου βασάνιζαν τον Φινέα αρπάζοντας τη τροφή του και αφήνοντας στα υπολείμματα αφόρητη δυσωδία. Τις καταδίωξαν με γυμνά ξίφη οι γιοι του Βορέα Ζήτις και Κάλαϊς μέχρι που ο Δίας απαγόρεψε την καταδίωξή τους ή το φόνο τους και οι Άρπυυιες κατέφυγαν στη Σκυθία ή σε ένα βαθύ σπήλαιο του όρους Αργίνου της Κρήτης ή στη Πελοπόννησο (όπου ο ποταμός Τίγρης ονομάσθηκε από αυτές Άρπυς) ή δυτικά της Πελοποννήσου στις νήσους Στροφάδες (που ονομάστηκαν έτσι γιατί εκεί οι Βορεάδες σταμάτησαν εκεί την καταδίωξή τους και γύρισαν πίσω), ή στο Σικελικό πέλαγος ή μέχρι του Βεζουβίου, όπου λέγεται ότι τις υποδέχθηκε ο Τυφώνας, τον οποίο ο Φλάκκος υποστηρίζει σαν πατέρα τους. Οσο και να απέχουν αυτοί οι διαφορετικοί τόποι μεταξύ τους, έχουν το κοινό χαρακτηριστικό της ελεύθερης γύρω από αυτούς πνοής των ανέμων που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Άρπυιες, παρότι αγγελιαφόροι των θεοτήτων του Άδη, προσωποποιούσαν επίσης τους άγριους θαλάσσιους ανέμους και όσοι ναυτικοί ή ταξιδιώτες δεν επέστρεφαν στα σπίτια τους οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ότι τους άρπαξαν οι Άρπυιες..

Αν και οι αντιλήψεις των ποιητών για την εξωτερική τους εμφάνιση διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, οι περισσότεροι τις θεωρούν πτερωτές, για να φτάνουν γρήγορα σαν άνεμος στον προορισμό τους, με σώμα αρπακτικού πουλιού και κεφάλι ανθρώπου, προσδίνοντάς τες ανάλογα επιμέρους διαφορετικά χαρακτηριστικά (όπως αυτιά άρκτου κ.λ.π.).

Η νεοελληνική μυθολογία, αποτελώντας μια αδιάσπαστη συνέχεια της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας διέσωσε μεταπλασμένη, όπως και πολλούς άλλου μύθους, την παράδοση των Αρπυιών. Έτσι οι παραδόσεις οι σχετικές με τις στρίγγλες, τις λάμιες και άλλα πλάσματα της νεοελληνικής φαντασίας έχουν σχέση προς τις αρχαίες Άρπυιες, όπως δείχνουν και οι ονομασίες “Αγερικά” και “Ανεμικές”. Μερικές από αυτές θεωρούνταν πολλοί όμορφες και άλλες δύσμορφες και άσχημες. Η προσέγγισή τους σημειώνεται με βοή “σαν από νταούλια” και όταν εμφανίζονται αρπάζουν τα πάντα (ανεμοστρόβιλοι) με το χορό τους. Έχουν πτερά αετού όπως και οι αρχαίες Άρπυιες και πολλές φορές διάφορες σωματικές παραμορφώσεις (κατσικοπόδαρες, με το ένα ποδάρι γαϊδουρινό και το άλλο βοϊδινό ή χαλκωματένιο κ..λ.π.) Η δράση τους είναι γενικά κακοποιός: παίρνουν τη μιλιά, πνίγουν μικρά παιδιά και ρουφούν το αίμα τους κ.λ.π…

ΠΗΓΗ https://www.zougla.gr/page.ashx?pid=80&aid=428577&cid=122

Κοινοποιήστε το!
FacebookTwitter

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: