Η έκθεση χαρτονομισμάτων του ελληνικού κράτους, από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον ισόγειο χώρο του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας, στον αριθμό 146 της 3ης Σεπτεμβρίου, στήθηκε εξ ολοκλήρου από τον διευθυντή του Ιστορικού Αρχείου της, Γεράσιμο Νοταρά.
Επισκεφθήκαμε αυτήν τη «μικρή», αν και καταλαμβάνει δύο αίθουσες γεμάτες, έκθεση, από την οποία μπορεί ο οποιοσδήποτε (από νήπια, καθώς γίνονται συνεχώς παρουσιάσεις σε σχολεία και νηπιαγωγεία, μέχρι ερευνητές) να αντλήσει μοναδικό πληροφοριακό υλικό για τη νομισματική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους, καθώς η συλλογή της Εθνικής περιλαμβάνει -εκτός των άλλων- και σωσμένα δείγματα μοναδικά παγκοσμίως.
Η πορεία του πληθωρισμού: Από τα 50 λεπτά των πρώτων μηνών της Κατοχής…
… φτάσαμε στα 100 δισ. αμέσως μετά την απελευθέρωση
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ιστορία των χαρτονομισμάτων που κυκλοφόρησαν στην Κατοχή, αυτή έχει δύο πλευρές:
⚫ είναι τα επίσημα χαρτονομίσματα της «Ελληνικής πολιτείας», όπως λεγόταν η κυβέρνηση στη χώρα μετά την αποχώρηση της νόμιμης κυβέρνησης για τη Μέση Ανατολή,
⚫ και τα χαρτονομίσματα που δεν ήταν ελληνικά, των τριών δυνάμεων Κατοχής – Ιταλών, Γερμανών και Βουλγάρων.
«Αυτά συνυπήρχαν συνεχώς, ωστόσο έχουν διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον» μας λέει ο κ. Νοταράς και μας εξηγεί:
Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι για πρώτη φορά, μετά το 1821, που και κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μετά, τυπώσαμε οιονεί χαρτονομίσματα -καθώς τότε δεν ήταν γνωστή η έννοια του χαρτονομίσματος, όλοι ήταν με κέρματα· για πρώτη φορά, λοιπόν, τυπώθηκαν χαρτονομίσματα στην Ελλάδα και όχι στο εξωτερικό.
Το κέρμα εκδιδόταν πάντα από το κράτος. Το χαρτονόμισμα τυπωνόταν στο εξωτερικό, κατά παραχώρηση του κράτους.
Το 1931 έχουμε την κατάρρευση των κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών και η Τράπεζα της Ελλάδος αποσυνδέει τη δραχμή από τη βρετανική στερλίνα και τη συνδέει με το δολάριο των ΗΠΑ.
Δύο χρόνια αργότερα, κυκλοφορούν τα πρώτα χαρτονομίσματα της Τραπέζης της Ελλάδος, αξίας 500 και 5.000 δραχμών.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κυριαρχούν η πείνα, η πλήρης καταστροφή της οικονομίας, η εκμηδένιση της αξίας της δραχμής και ο υπερπληθωρισμός.
«Θυμάμαι πως η μητέρα μου, μανιώδης καπνίστρια, με έστελνε με μια τεράστια σακούλα γεμάτη χαρτονομίσματα για να αγοράσω τρία τσιγάρα», εξομολογείται ο κ. Νοταράς.
Οσον αφορά τα ξένα χαρτονομίσματα που κυκλοφόρησαν κατά την Κατοχή, υπήρχαν (τρία) ιταλικά, βουλγαρικά και ένα γερμανικό (το ράιχμαρκ, για τις ανάγκες των Γερμανών στρατιωτών).
Ωστόσο, όπως εξηγεί ο κ.Νοταράς:
Πολύ γρήγορα, ήδη από τον Αύγουστο του 1941, Ιταλοί και Γερμανοί συμφώνησαν στη Ρώμη πως το να εκδίδουν κατοχικά δικά τους χαρτονομίσματα δημιουργεί πολλά προβλήματα και ότι θα επιβάλουν στο ελληνικό κράτος να τους δίνει ό,τι χαρτονόμισμα χρειάζονται, ελληνικό, σε δραχμές.
Εξ ου και όλα όσα συζητάμε μέχρι σήμερα και δεν έχουν λυθεί: τότε γίνονται δύο πράγματα -με τους Γερμανούς τουλάχιστον, που είναι πιο ξεκάθαρο.
Το ένα είναι τα λεγόμενα “έξοδα Κατοχής”, δηλαδή τους πληρώναμε για τους στρατιώτες τους που μας είχαν κατακτήσει και, από τη άλλη, επιβάλλουν να τους δανειοδοτήσουμε κιόλας.
Αυτό το κάνουν, μάλιστα, και με τελείως τραπεζικούς όρους και ήδη μέσα στην Κατοχή αποπλήρωσαν τρεις δόσεις.
Αρα οι Γερμανοί μάς χρωστούν δύο πράγματα: τα έξοδα Κατοχής -που λένε ότι τους τα χαρίσαμε και εμείς το αρνούμαστε- και το υπόλοιπο του κατοχικού δανείου, που είναι πλήρως αναγνωρισμένο και από τους ίδιους.
Το σημαντικό είναι πως οι Γερμανοί δεν περιορίζονται στην καταλήστευση μόνο των χαρτονομισμάτων, αλλά και του φυσικού πλούτου, της αγροτικής παραγωγής κ.λπ. Με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί τρομερή φτώχεια και ένας καλπάζων πληθωρισμός.
Τότε, οι κατοχικές διοικήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος αναγκάζονται να προσφύγουν στην έκδοση πληθωριστικού χρήματος.
Ημασταν η μόνη χώρα που διέθετε χαρτονόμισμα αξίας 100 δισ. δραχμών, το οποίο εκδόθηκε με την απελευθέρωση της Αθήνας, εξαιτίας του οικονομικού χάους. Μόνο ακόμη μία χώρα της Ανατολής είχε μεγαλύτερης αξίας.
Μελετώντας κάποιος τη νομισματική ιστορία της χώρας, ακόμη και μέσω μιας απλής παρατήρησης του αρχειακού υλικού, μπορεί εύκολα να εξαγάγει συμπεράσματα όχι μόνο για την οικονομική πορεία της Ελλάδας (όπως το πώς συνδέεται η εθνική κυριαρχία με τη δυνατότητα κοπής νομίσματος), αλλά και για την αισθητική που επικρατούσε ανά εποχές και όχι μόνο στη χώρα, την καλλιτεχνική αξία των χαρτονομισμάτων, καθώς και να συλλέξει στοιχεία για την πολιτισμική και κοινωνική ανθρωπογεωγραφία του κάθε λαού (κατακτητή και κατακτημένου).
*Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση της Διεύθυνσης του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας