Στά Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχει σχετική αναφορά του αρχιμανδρίτη Ζαχαρία Μαθά προς τήν Ιερά Σύνοδο μέ ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1848.
Τρεις μεθυσμένοι Σοφικίτες διασκεδάζοντας πάνω σέ μιά βάρκα στον Κορινθιακό, πνίγηκαν σέ απόσταση τριάντα μέτρων άπό τήν παραλία. Οί συγγενείς άνέσυραν τά πτώματα καί τά μετέφεραν στό χωριό γιά νά τά θάψουν. Ξεσηκώθηκαν όμως όλοι οί συχωριανοί καί δέν επέτρεψαν νά γίνη ή ταφή, γιατί σύμφωνα μέ μιά παλιά δεισιδαιμονία οί πνιγμένοι γίνονται βρυκόλακες, όταν θάβονται στή στεριά. Παίρνουν τά φέρετρα οί συγγενείς, τά φορτώνουν σ’ ένα πλεούμενο, μά άντί νά τά πετάξουν στή θάλασσα τά έθαψαν στό νησάκι Σιδερώνα.
Άλλά πέντε μήνες αργότερα τό χωριό ξεσηκώθηκε πανικόβλητο. Οί πνιγμένοι βρυκολάκιασαν (επειδή δέν πετάχτηκαν στή θάλασσα), ανέβηκαν στό Σοφικό κι’ άρχισαν νά κατατρομοκρατουν τούς κατοίκους. Καί ιδού ή συνέχεια, όπως εξιστορείται στήν αναφορά του αρχιμανδρίτη :
«Οί ένοχλούμενοι, έως τριάκοντα τόν αριθμόν, μετέβησαν είς τό νησίδιον καί έξέθαψαν τούς τεθαμμένους. Εύρόντες δέ αυτούς σώους καί άλυτους έπιστοποίησαν ότι έγιναν βρυκόλακες. ‘Όθεν, σχίσαντες αυτούς τούς νεκρούς καί έκβαλόντες τάς καρδίας των, αύτάς μεν έκαυσαν έπί του πυρός, τούς δέ νεκρούς έβύθισαν εις τήν θάλασσαν, κρεμάσαντες διά σχοινιών λίθους άπό τών τραχήλων αυτών. Μετά δέ τήν τοιαύτην πράξιν οί μεν νεκροί έπαυσαν ένοχλούντες τούς ζώντας, τών δέ ζώντων έξέλιπον οί φόβοι».
Άλλά σέ λίγες μέρες κόπηκαν τά σχοινιά μέ αποτέλεσμα νά έκβρασθούν τά πτώματα στήν παραλία. Εσπευσαν οί δύστυχοι συγγενείς καί έθαψαν τούς νεκρούς τους νύχτα σέ μιά ερημική τοποθεσία. Μόλις όμως έγινε γνωστή ή ταφή τών νεκρών στή στεριά νέα θύελλα στο Σοφικό. Τά φαντάσματα τών βρυκολάκων ξανάρχισαν τις τρομοκρατικές επιδρομές τους.
Γράφει ό αρχιμανδρίτης :
«Κατά τον Νοέμβριο του1849 τόσος πανικός κατέλαβεν όλους έν γένει τούς Σοφικίτας και τόσον κατετρόμαξαν μικροί τε και μεγάλοι άπό τερατώδη τινά φανταστικά φαινόμενα ώστε και φυσικούς τινών θανάτους έβεβαίουν ώς έκ του τρόπου (δηλαδή άπό τούς βρυκόλακες) προερχομένους.Έκ τών τετρακοσίων οικογενειών του Σοφικού πολλαί μέν μετεκομίσθησαν είς άλλα του Δήμου χωρία, παραλείψασαι και οικίας και ιδιοκτησίας. Αί δέ μείνασαι συνήρχοντο καθ’ έσπέραν άνά πέντε και δέκα, διανυκτερεύουσαι και έπαγρυπνούσαι δι’ αλλήλων και άποκρούουσαι παν φαινόμενον αύτοίς φανταστικόν σημείον διά πυροβολισμού, διά κραυγών, διά κτύπων και χάλκινων αγγείων και δι’ άλλων. Εντρομοι δέ γενόμενοι ούτοι οί άνθρωποι, διώρισαν και ενόπλους φύλακας οί όποιοι περιφερόμενοι άνά δέκα και είκοσι επαγρυπνούν προσέχοντες δήθεν τά θύματα τών βρυκολάκων (Γιάννης Βλαχογιάννης, «Πρωία» ,10 Ιουλίου 1932»
Τελικά διαπιστώθηκε ότι τον μύθο τών βρυκολάκων έπλασαν συντοπίτες εχθροί τών συγγενών τών πεθαμένων γιά νά τούς εκδικηθούν επειδή παλαιοτέρα είχαν δημιουργήσει τήν ίδια μακάβρια ιστορία γιά δικό τους πνιγμένο.
Παρόμοιο περιστατικό ιστορεί ό Ρουμελιώτης αγωνιστής του Εικοσιένα και πρώτος βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημ. Αίνιάν.Τού αφηγείται ό πάρεδρος ενός χωριού τής Φθιώτιδος τό 1850 :
«Προ δύο ετών έβρυκολάκιασεν ένας χωριανός μας.Έφαίνετο φωτιά είς τό μνήμα του και πολλάκις έπήγαινε είς τήν οίκίαν του, έκαμνε κτύπους, ανακάτευε τά πράγματα, και ή δυστυχισμένη γυνή του έκινδύνευε νά άποθάνη άπό τόν φόβον της, διότι δέν έτόλμα νά ύπάγη ουδέ κανείς τών γειτόνων της είς συνοδείαν αυτής. Άμα δέ ένύκτωνεν όλοι είμεθα αναγκασμένοι νά κλείωμεν τάς θύρας και τά παράθυρα μας και νά φυλάττωμεν καλά διά νά μήν έλθη ό βρυκόλακας και είς τάς ίδικάς μας οικίας. Τέλος πάντων μή δυνάμενοι νά ύποφέρωμεν τήν δυστυχισμένην ταύτην ζωήν, άπεφασίσαμεν και ανοίξαμεν τόν τάφον. Και τί εύρίσκομεν ; Όλον άκέραιον, όπως τόν έβάλαμεν και μάλιστα έπάχυνε περισσότερον και έξετρυφέριανεν. Ολοι άπορήσαμεν όταν τόν είδαμεν. Τότε μας λέγει ό εφημέριος μας νά φέρωμεν ένα λοστόν, και άφού τόν έφεραν, (λάβετε, λέγει, είς άπό σας τόν λοστόν, και κρατών αυτόν μέ τάς δύο χείρας νά κτυπήση μ’ όλας τάς δυνάμεις του τό σώμα επάνω είς τήν καρδίαν ώστε νά περάση ό λοστός άπό τό άλλο μέρος». Κανείς άπό ημάς δέν έκινήθη διά νά πάρη τόν λοστόν και νά κάμη αυτήν τήν έργασίαν.
»Τότε ό εφημέριος άποτεινόμενος είς έναν εύρωστον και θεωρητικόν, εις τόν όποιον υπέθετε μεγαλυτέραν παρά τούς λοιπούς τόλμην, «μή φοβήσαι,παιδί μου (λέγει) είναι έντροπή άνθρωπος, ώς εσύ, νά φοβήσαι άπό έναν άποθαμένον. Επειτα δέν ήξεύρεις ότι σήμερον Σάββατον, καί καμμιάν δύναμιν ούδ’ έξουσίαν έχει ό βρυκόλακας νά κάμη κακόν ;».
»Ό νέος, άλλο άπό έντροπήν καί άλλο άπό σέβας προς τόν έφημέριον δέν έτόλμησε νά άντιτείνη, καί λαβών τόν λοστόν έστάθη άπό επάνω άπό τό σώμα του βρυκόλακα καί μέ πολλήν δύναμιν έκτύπησεν εις τήν καρδίαν.’Αλλά μέ ποίαν φρίκην είδαμεν, ότι ό λοστός δέν έμπήχθη εις τό σώμα καί ό βρυκόκόλακας έσυμμαζώχθη ώς νά ήταν ζωντανός. Τούτο ώς νά έγινε σήμερον τό ενθυμούμαι ακόμη. Αμέσως ό λοστός έπεσεν άπό τάς χείρας του χωριανού μας, καί παρ’ ολίγον νά φύγωμεν όλοι, έάν ό εφημέριος δέν μας έμψύχωνεν, ότι ό βρυκόλακας τό Σάββατον δέν ημπορεί νά κάμη κακόν. Μας διορίζει λοιπόν καί φέρομεν ξύλα, καί άνάπτομεν φωτιάν επάνω είς τόν βρυκόλακα, καί μόλις είς διάστημα τριών ωρών κατωρθώσαμεν νά τόν καύσωμεν καί άπ’ έκείνην τήν στιγμήν δέν είδομεν πλέον τίποτε είς τό χωρίον μας, έως ού έβρυκολάκιασεν άλλος, τόν όποιον, αύριον έχομεν σκοπόν νά ξεχώσωμεν» (Βιβλιοθήκη τουΛαού. Α’, 1852 σ. 282 – 290.)
Σαράντα χρόνια αργότερα ανατριχιαστικές φρικαλεότητες στήν Άνδρο πού ξεπερνούν κάθε φαντασία. Καί πάλι έξ αιτίας τών βρυκολάκων.
Στό Δήμο Αρνης δύο χωριάτες αδελφοί «είδαν» μιά νύχτα τό φάντασμα κάποιου έχθρού τους πού είχε πεθάνει πριν λίγες μέρες. Πίστεψαν λοιπόν πώς βρυκολάκιασε καί τούς καταδιώκει. Και τί έκαναν ;
«Ευθύς τήν έπομένην μετέβησαν (οί δυο αδελφοί) είς τόν τάφον του έχθρού των, άνασκάψαντες δέ τόν τάφον έξήγαγον τό πτώμα καί τό μετέφεραν κάτωθεν συκής, όπου τό έκαυσαν, μάλιστα δέ ώς λέγουσι, ό εις τών αδελφών εξήγαγε τήν καρδιάν του νεκρού, ήν ιδιαιτέρως έκαυσεν καί τήν κόνιν αυτής μετέβαλεν είς καταπότια, άτινα κατέπιε διά νά παύση τό κατατρύχον αυτόν καρδιακόν νόσημα» («Νέα έφημερίς» 16 Ιανουαρίου 1890.).
Άλλά κάτι ανήκουστο έγινε το 1893 στό χωριό Βουρκωτή της Άνδρου. Ή γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε άπό έπιλόχιο πυρετό. Ό σύζυγος, επειδή πριν λίγες μέρες πέθανε ή μητέρα του,πίστεψε πώς βρυκολάκιασε καί βασάνιζε τή νύφη της.
«Τό έπίμονον της συζύγου του πάθος άπέδωκεν ό σύζυγος είς τήν πρό τίνων ήμερων θανούσαν μητέρα του ήτις, κατά τήν κρίσιν του, επειδή ζώσα δέν ηύτύχησε νά ίδη έγγονον, ήδη νύκτωρ έπεφοίτα έπί της κλίνης της ασθενούς καί τεκούσης νύμφης της καί παρηνώχλει αυτήν. Καί ό άλιτήριος, χωρίς νά διστάση, έξέθαψε τό πτώμα τής ίδιας μητρός καί, φρικτόν ειπείν, διεμέλισεν αυτό είς τεμάχια, άτινα έδώ κι’ έκεί κατέρριψε… Φρονούμεν ότι, γενομένης ανασκαφής έν τώ νεκροταφείω τής Βουρκωτής, ουδείς ίσως νεκρός θά εύρεθή άνύβριστος. Πάντων αί καρδίαι θά είναι καρφωμέναι μέ μαυρομάνικον μαχαίρι».
Απήχηση τών λαϊκών δεισιδαιμονιών γιά τούς βρυκόλακες αποτελεί καί το διήγημα του Σκιαθίτη πεζογράφου Αλέξανδρου Μωραίτίδη «Η Κουκίτσα».
«Και μία βραδυά, τήν ώρα όπου άνάπτουν τά φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τόν θάνατον τής Κουκίτσας, διεδόθη είς τό χωρίον : Βρυκολάκιασε ή Κουκίτσα…
»Καί έξηκολούθουν νά διασταυρούνται είς τούς φούρνους, ιδίως μεταξύ τών γυναικών αί παραδοξώτεραι φήμαι : Είδαν πολλαι τήν Κουκίτσαν νά μαγειρεύη είς τό σπίτι του παππά, άλλαι τήν είδαν νά σαρώνη, τυλιγμένη τήν κεφαλήν μέ μίαν άσπρην πετσέτα, άλλαι τήν είδαν νά πηγαίνη είς τό Κάστρο, βαστάζουσα τό δισάκι μέ τά ιερά του παππά-Κονόμου…»
Περί βρυκολάκων γράφει και ό Γάλλος περιηγητής Thevenot πού ταξίδεψε στό Αιγαίο τό 1655. Στή Χίο διάβασε ένα ύπόμνημα μέ πληροφορίες γιά τά χωριά του νησιού καί τίς δεισιδαιμονίες τών κατοίκων : (Οί κάτοικοι αύτου του τόπου (του Κάστρου της Αγίας Ελένης) πιστεύουν ότι το πτώμα πού δεν θά λυώση σέ σαράντα μέρες γίνεται βρυκόλακας». Ό συγγραφέας του υπομνήματος σημειώνει ότι περνώντας άπό έκεί τόν Απρίλη του1637 βρήκε έναν παππά νά διαβάζη ευχή πάνω σ’ ένα πτώμα πού ένώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δέν έδειχνε διόλου αποσύνθεση. Μονάχα ένας σκούληκας έβγαινε άπό τό μάτι του πεθαμένου. Είναι ή πανουργία του Σατανά, είπε ό παππάς πού θέλει νά μας ξεγελάση γιά νά πιστέψουμε ότι τό σώμα έχει σαπίσει. Οπως εξήγησε ό παππάς, τό σώμα ή μάλλον τό πνεύμα του γύριζε τίς νύχτες στό χωριό, χτυπούσε τίς πόρτες και καλούσε τούς ανθρώπους μέ τ’ όνομά τους. Κι’ όσοι απαντούσαν πέθαιναν σέ δυό ή τρεις μέρες (Voyage de rar de Thevenot en Europe, en Asie el en Afrique. Edition Amsterdam, 1827, τόμ. A’ σελ. 310).
Πληροφορίες γιά τη Σαντορίνη του ΙΖ’ αιώνα ανευρίσκονται και στήν ιστορία τών φραγκικών δουκάτων του Αιγαίου του Sauger πού κυκλοφόρησε στό Παρίσι τό 1699 : «Ή νήσος Σαντορίνη ξεχωρίζει σ’ όλο τό Αρχιπέλαγος όχι έξ αίτιας της ευφορίας της, άλλά γιά τά ψηλά βουνά της, γιά τό βάθος τών γκρεμών και τό τρομακτικό θέαμα τών βράχων πού τήν περιστοιχίζουν. Δέντρα και στάρια δέν φυτρώνουν, νερό ούτε σταγόνα έκτος άπό τίς βροχές. Οί κάτοικοι ζυμώνουν τρεις ή τέσσερες φορές τό χρόνο και διατηρούν τό ψωμί κατάξερο όλο τό χρόνο. Βγάζει εξαιρετικά κρασιά και νοστιμώτατα σύκα. Τό καταπληκτικό είναι πώς ή Σαντορίνη μ’ όλες τίς δυσκολίες της είναι άπό τά πιο πυκνοκατοικημένα νησιά του Αρχιπελάγους. Υπάρχουν πέντε μικρές πόλεις πού χτίστηκαν άπό τούς παλιούς δούκες και πολλά κεφαλοχώρια μέ πληθυσμό Ελληνες και Λατίνους, πού ζουν μαζί, πολύ μονιασμένοι Πράγμα πολύ σπάνιο σ’ άλλους τόπους. Τό λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα κι’ ενα βήμα άπό τήν ακτή. Αβυσσος πού είναι αδύνατο να τη βυθομετρήση κανείς. Σ’ αυτό τό νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο γιά μένα, μά πού φαίνεται έκεί συνηθισμένο. Μερικοί άπό τούς πεθαμένους ξαναγυρίζουν στά σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα άπό τήν ταφή τους. Και κανείς δέν ξέρει τί είναι αυτό πού τούς ξαναζωντανεύει. Οί Σαντορινιοί τούς λένε βουκόλακες»
ΠΗΓΗ : Κυρ. Σιμόπουλου “Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα”
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ :